παντίδος (ο)
ο φυγόδικος, ο καταζητούμενος για κάποιο σοβαρό -συνήθως – αδίκημα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παντίδος -α -ο (Ἰ. bandito) = φυγόδικος, λῃστής, ἐξόριστος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Για ένα άτομο (παιδί συνήθως), που το σκάει από το σπίτι και γυρίζει εδώ κι εκεί, λέμε στο χωριό, πως “κάνει το παντίδο”, το φυγόδικο. Γιατί αυτό σημαίνει το ιταλικό bantitto. Και πιο πέρα, το ληστή, τον κακοποιό.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
βλ. και μπάντος, μπάντιος, μπαντίδος