Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πάνα (η)

  1. χοντρό μπαμπακερό πανί δεμένο στην άκρη ραβδιού, για το σκούπισμα του φούρνου – αφαίρεση στάχτης και άλλων καταλοίπων της φωτιάς – πριν φουρνίσουν το ψωμί.
  2. κομμάτι υφάσματος που τοποθετείται στα βρέφη για να μη “βρέχουν” με τα ούρα τους εκείνον που τα κρατεί.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πάνα /ἡ/ (πηνίον) = πρόσθετον τεμάχιον ὑφάσματος δι᾿ οὗ προφυλάσσεται ἀπὸ τὰ οὔρα τοῦ βρέφους ὁ κρατῶν τοῦτο, τὸ ἐπίπλοον (ξυγκιὰ) τῶν σφαγίων, σάρωθρον ἐκ χόρτων ἢ κλαδίων εἰς τὸ ἄκρον μακρᾶς ράβδου δι᾿ οὗ ἀφαιρεῖται ἡ στάκτη μετὰ τὸ κάψιμον τοῦ φούρνου εἰς τὰ χωρία.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.