πάνα (η)
- χοντρό μπαμπακερό πανί δεμένο στην άκρη ραβδιού, για το σκούπισμα του φούρνου – αφαίρεση στάχτης και άλλων καταλοίπων της φωτιάς – πριν φουρνίσουν το ψωμί.
- κομμάτι υφάσματος που τοποθετείται στα βρέφη για να μη “βρέχουν” με τα ούρα τους εκείνον που τα κρατεί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πάνα /ἡ/ (πηνίον) = πρόσθετον τεμάχιον ὑφάσματος δι᾿ οὗ προφυλάσσεται ἀπὸ τὰ οὔρα τοῦ βρέφους ὁ κρατῶν τοῦτο, τὸ ἐπίπλοον (ξυγκιὰ) τῶν σφαγίων, σάρωθρον ἐκ χόρτων ἢ κλαδίων εἰς τὸ ἄκρον μακρᾶς ράβδου δι᾿ οὗ ἀφαιρεῖται ἡ στάκτη μετὰ τὸ κάψιμον τοῦ φούρνου εἰς τὰ χωρία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης