πάπα (η)
η ασκοειδής διαστολή του οισοφάγου των πουλερικών, όπου παραμένουν οι τροφές για επεξεργασία πριν περάσουν στο στομάχι.
φράση: “Να τσωπάσ΄ η πάπά σ΄” λέμε όταν κάποιος μας λέει να σωπάσουμε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πάπα /ἡ/ (Ἰ. pappare) = ὁ πρόλοβος τῶν πουλερικῶν, ἡ μάπα, ἡ σγάρα, ὁ πῖλος (εἰς νηπιακὴν διαλεκτικήν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πάπα = πρόβουλος τῶν πουλερικῶν.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής