πανιάζω
κιτρινίζω, χλομιάζω, τα χάνω αιφνιδίως αλλάζοντας κι το χρώμα του προσώπου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πανιάζω (πηνίον, πανὶ) = παίρνω τὸ χρῶμα τοῦ πανίου, χλωμιάζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πανιάζω § Μέσ. Φοβοῦμαι, ὠχριῶ.
Σημ. ἰδ. Πανί.