Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πανιόλο (το)

κομμάτι σανίδας στον πυθμένα της βάρκας και του πριαριού

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πανιόλο /τὸ/ (Ἰ. palliare, pagliuolo) = δοκάρι, σανὶς ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ πυθμένος πλοιαρίου ἢ λέμβου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


πανιόλο (τό): κομμάτι σανίδας στό ἐσωτερικό τοῦ πυθμένα πλοίου ἤ βάρκας. Πίνακας γιά οἰκοδομικούς καί διακοσμητι­κούς σκο­πούς, (ΒΕΝ. panello).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.