Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

παίρνω

γκαστρώνομαι. φράσεις: “η γίδα μας επήρε”, δηλ. γκαστρώθηκε. παίρνομαι = πιάνομαι, παραλύω, “επάρθηκε η μέση μου” – “Επάρθηκα τελείως”.

παιωνία (η)

αγριολούλουδο, βότανο του αγρού, γνωστό και ως “βοτάνι της Παναγιάς” που φυτρώνει σε ορισμένες περιοχές της ορεινής Λευκάδας, όπως σε τοποθεσίες της Εγκλουβής, των Χορτάτων, του Αλάτρου, του Μεγανησίου κ.α χωριών. Οι χωρικοί εκεί τη λένε “κούκκο” ή “γλυκόσκαμνο” ή “παπαρούνα”. Είναι ένα βότανο που σέρνει την καταγωγή του από . . . Περισσότερα

πακτώνω

Πακτώνω /ἀρχ./ (Λ. pango, pactum) = μισθώνω ἀκίνητον μὲ μίσθωμα εἰς καρπούς.

παλαβόνω

Παλαβόνω § καθιστῶ τινα παλαβόν, ἐπισκοτίζω τὸν νοῦν τινος. Π. τὸν ἐπαλάβωσε μὲ τσὴ φωναίς του. ΚΝ. Σημ. Ὁ Βυζ. μόνον τὸ παλαβὸς σημειοῖ (ὅπερ καὶ ἰδέ).

παλάδα

Παλάδα /ἡ/ (Ἰ. palla -are) = πρόσκαιρος ἔντασις τῆς κωπηλασίας εἰς τὸ τρατοκάϊκο.

παλαιά, η

Παλαιά, η: (εννοείται) η παλαιότατη βελονιά κεντήματος, ή όπως συνηθίζεται σήμερα να λέγεται, η «Λευκαδίτικη» ή και «Καρσάνικη» βελονιά, με μεταξοκλωστή επί λινού υφάσματος, σε διάταξη μετρητών πλήρως αρμονικών γεωμετρικών σχημάτων.

παλαμάρι

Παλαμάρι /τὸ/ (παλάμη-αἴρω, Ἰ. palamare, Τ. παλαμὰρ) = κάλως, χονδρὸν σχοινίον, πρυμνήσιον.

παλαμίζω

βάφω τα ύφαλα της βάρκας ή του πλοίου με στεατώδη αδιάβροχη ουσία. Επαλείφω με πίσσαν χρησιμοποιώντας για τις ρωγμές στουπί. βάνω την παλάμη μου: όρκος: “Παλαμίζω το Ευαγγέλιο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παλαμίζω (παλάμη) = ἅπτομαι διὰ τῆς παλάμης, ἐπιθέτω τὴν παλάμην, ἐπαλείφω τὰ ὕφαλα πλοίου ἢ . . . Περισσότερα

παλαμωνίδα (η)

είδος σκληρού αγκαθιού. Το φυτό όνωνις των αρχαίων. ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος Δ΄: “Ξεραίς παλαωνίδαις / του στρώνει μέσα στη σπηλιά και τόνε ρίχνει απάνω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παλαμωνίδα /ἡ/ (Ἰ. paglia; –ὀνωνὶς) = ἡ ὀνωνὶς ἡ ἀκανθώδης. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

παλατανιό

η λέξη συνάνταται σε διήγημα της Ανδρομάχης Φίλιππα Χαριτωνίδου, αλλά πιθανόν να είναι τυπογραφικό λάθος και η σωστή λέξη να είναι “παλατιανό” (<παλάτι) ή “πλατανιό” (,πλατάνι).

παλάτι

το πάτωμα, ο απάνω όροφος. Έτσι λένε τον επάνω όροφο του σπιτιού στο Αθάνι. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

παλάτσο

(σκπτ) το μικρό και άβολο σπίτι (από το Ιτλ. palazzo = ανάκτορο, μέγαρο, παλάτι)

παλεύω

επιπλήττω, κοπιάζω, αγωνίζομαι. φράσεις: “Μη με παλεύεις, μωρή μάνα, δε φταίω εγώ” – “εδώ παλεύω με τα χώματα” – “κάτι  παλεύω να κάμω …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παλεύω (πάλη) = ἀγωνίζομαι, μοχθῶ, λογομαχῶ, ἐπιπλήττω, ἐπικρίνω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Παλεύω = μαλώνω, ἐπιπλήττω, μή παλεύεις . . . Περισσότερα

παλιοζ(ου)λάπια, τα

Παλιοζ(ου)λάπια, τα: (παλιο+ζουλάπια) = παλιοζώα. Υποτιμητική έκφραση σε ανθρώπους που αποδέχονται τα πάντα από τους άλλους, φοβούμενοι να αντιδράσουν.

παλιορούτι (το)

το ξεσκισμένο, το τελειωμένο ρούχο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παληοροῦτι /τὸ/ (παλαιὸς-ρυτίς, ρύτισμα) = παληόρουχο μπαλωμένο, ξεσκλίδι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Παλιό μπαλωμένο ρούχο. Μια αξιόλογη ιδιωματική πλην αρχαιοπρεπή λέξη. Αποτελείται από δύο μέρη. Από το επίθετο παλιός (με -ι- αρχ. παλαιός) και τη λέξη . . . Περισσότερα

παλιοτρίτσα, τα

Παλιοτρίτσα, τα: (παλαιά+τρίτσα) = παλιοτριμμένα, τετριμμένα ρούχα, εκ του ρ. διατρίβω-ψω, παρακ. διατέτριμμαι = κατατρίβω, καταναλίσκω.

παλιούρι (το)

ακανθώδης θάμνος, παλιούρος ο ακανθώδης. Παροιμία: “Θ΄ αφήσομε το γάμο να πάμε για παλιγούρια;” ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος Γ΄: “…έβαψε τα παλιούρια / η ξεσχισμένη φτέρνα μου …”

παλκοσένικο

Η σκηνή. Από το ιταλικό palco-scenico. Στο χωριό (και σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής, μια κοπέλα που “ξεπόρτιζε”, έβγαινε απ΄ το σπίτι, λέγανε: “βγήκε στο παλκοσένικο”. Θεωρήθηκε μέγα τόλμημα -θυμάμαι- όταν κάποτε η τότε ΕΠΟΝ ανέβασε κοπέλες στη σκηνή λαϊκού θεάτρου στο χωριό. Ο όρος παλκοσένικο θεωρούνταν μειωτικός (ξεστράτισμα) . . . Περισσότερα

πάλμα

το φυτό φοινιξ ο δακτυλιοφόρος, κοινώς χουρμαδιά Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

παλμάκια (αλετριού)

εξαρτήματα του αλετριού και συγκεκριμένα του ζυγού. Για την περιγραφή τους βλ. στο λήμμα ζυγός. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

πάλος (ο)

σιδερένιος λοστός απαραίτητος στους γεωργούς για ποικίλες χρήσεις, όπως στο ξεχώνιασμα, στο αμπελοφύτι, στο ξερίζωμα ή σπάσιμο μεγάλης πέτρας κ.ά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πάλος /ὁ/ (Ἰ. palo) = πάσσαλος, στυλεός, μοχλός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης πάλος (ὁ): πάσσαλος, στύλος, (ΒΕΝ. palo). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — . . . Περισσότερα