Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παντομίμα (η)

  1. συνεννόηση με νοήματα, κινήσεις χεριών κ.λπ.
  2. επικερδής επιτυχία, κατόρθωμα κάποιου αναπάντεχο. “Αυτό που κατόρθωσε αυτός ο άνθρωπος είναι μεγάλη παντομίμα” ή “αυτό είναι παντομίμα απ΄ τ΄ Άγραφα”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παντομίμα /ἡ/ (παντόμιμος -ησις) = ἀπομίμησις, μιμική, συνεννόησις διὰ νευμάτων.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.