παντομίμα (η)
- συνεννόηση με νοήματα, κινήσεις χεριών κ.λπ.
- επικερδής επιτυχία, κατόρθωμα κάποιου αναπάντεχο. “Αυτό που κατόρθωσε αυτός ο άνθρωπος είναι μεγάλη παντομίμα” ή “αυτό είναι παντομίμα απ΄ τ΄ Άγραφα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παντομίμα /ἡ/ (παντόμιμος -ησις) = ἀπομίμησις, μιμική, συνεννόησις διὰ νευμάτων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης