πανώρια 09 Νοέ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πανώρια § ὡραιοτάτη. Σημ. Ἐκ τοῦ παν-ὡραία· ἡ λ. εὔχρ. παρὰ τοῖς χωρικοῖς.