παντυχαίνω
περιμένω, ελπίζω.
φράση:”δεν το παντύχαινα τέτοιο πράμα” – “άλλο παντυχαίνεις κι άλλο σου ΄ρχεται”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παντυχαίνω (ὑπὸ-ἐν-τυγχάνω) = ἀναμένω, προσδοκῶ, ἐλπίζω, συναντῶ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης