Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαγκφιά, μαγκουφιά

“Μωρή ή μωρή παλιομαγκφιά”, υβριστική ή περιφρονητική φράση, πολύ συνηθισμένη στο χωριό. Και συμπλήρωμα: “δεν κάνεις για τίποτα!”. Μαγκούφης -κατά Κριαρά- είναι “ο άνθρωπος που ζει μόνος … ο κακομοίρης” και αχαΐρευτος, ανεπρόκοπος. Η λέξη είναι τουρκική, vakif (βακούφ) με ανομοίωση (γλωσσικό φαινόμενο) βακούφ, βακούφιος μαγκούφιος, μαγκούφης. Ολόκληρη η λέξη (χωρίς τις ιδιωματικές περικοπές φθόγγων), μαγκουφιά. Από δω και τα βαλούφια, εκκλησιαστική ή μοναστηριακή ακίνητη περιουσία. (Vakif=κληροδότημα).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μαγκ(ου)φιές, οι: οι ενασχολήσεις των μαγκούφηδων, και μαγκούφης είναι ο εναπομείνας μόνος, ο ανύμφευτος. Κατ’ επέκταση οι μαγκουφιές ελέγοντο οι ατελέσφορες και ανεπρόκοπες δουλειές. Εδώ με την υποτίμηση των ενασχολήσεων. Σύμφωνα με το λεξ. Σούδα, «μαγκίφατος» ελέγετο ο χειράφετος, παρά Ρωμαίοις.

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.