Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

πρύμα

Πρύμα (πρύμνα) = μὲ οὔριον ἄνεμον, αἰσίως, εὐνοϊκῶς, πρὸς τὴν πρύμνην.

πρωτολάτης (ο)

ο πρώτος καρπός που ωριμάζει την εποχή του. Λέγεται και πρωτόλουβος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πρωτολάτης /ὁ/ (πρωτόλειος, πρῶτος, Λ. latum) = ὁ πρῶτος καρπὸς τῆς ἐποχῆς (δι’ ἕκαστον εἶδος). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

πρωτοσήφερος -η -ο

ο νιοφερμένος, ο αρχάριος, ο πρωτόφερτος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πρωτοσήφερος -η -ο (πρῶτος, Ἀ. Τ. σεφὲρ) = νεοφερμένος, πρωτοτάξειδος, πρωτόπειρος, ἀρχάριος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

πύλωμα (το)

ασθένεια του ανθρώπου στο εντερικό σύστημα, εντεροκολίτιδα. Πώς το θεράπευαν; “Περί δυσεντερίας και πυλώματα: Έπαρε σαλιάγκους ή τους κοχύλους και βάλε τέσσαρα μερδικά από αυτήν την σκόνην και δύο μερδικά γάλα και ένα πιπέρι άσπρο, να τα ενώσεις και ας πίνει απ΄ αυτό ο ασθενής πολλές φορές και υγιαίνει”.

πύρη

Πύρη /ἡ/ = πυρά, φλόγα, θερμότης ἐξ ἀντανακλάσεως. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Πύρη (η). “Η εκ της πυράς θερμότης. Εντεύθεν λέγεται πύρη και η εκ του πυρετού φλόγωσις (Βαλαωρίτης, 365). Λέμε: “Με πήρε η πύρη στο πρόσωπο” (από τη φωτιά). Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

πύρια

Πύρια = χωνάκι τοῦ λαδιοῦ καί ἐν γένει ἐκ λευκοσιδήρου.

πυροστιά ή προστιά (η)

σιδερένιος τρίποδας όπου τοποθετούσαν την πινιάτα μαγειρέματος. Λέγεται και σιδεροστιά: παλιό κουζινικό σύνεργο που το βρίσκομε σε κτγρφ. του 1697: “πυροστιά μία” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Π(υ)ροστιὰ /ἡ/ (πῦρ-ἑστία, ἵστημι) = μικρὸς σιδηροῦς τρίπους ἐπὶ τοῦ ὁποίου τοποθετεῖται ὑπὲρ τὴν πυρὰν ἡ χύτρα ἢ . . . Περισσότερα

πύρωμα (το)

το κάψιμο. θεραπευόταν ως εξής: “Τα καρύδια να τα τρίψει ο άνθρωπος και να αλείφει τα πυρώματα”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 122).

πυρωμάδα (η) και πυρομάδα

φέτες χωριάτικου ψωμιού πυρωμένες στη φωτιά και αλειμμένες (παπαρωμένες) με λάδι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Π(υ)ρωμάδα καί Προμάδα  /ἡ/ (πῦρ -ωμα) = τεμάχιον ἄρτου μόλις ξηρανθὲν εἰς τὴν πυράν, φρυγανιὰ ἐκ κοινοῦ ἐγχωρίου ἄρτου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Πυρομάδα = καψαλισμένη στή φωτιά φέτα ψωμιοῦ πασπαλισμένη . . . Περισσότερα

πυρώνω

θερμαίνω στη φωτιά τα χέρια μου, τα βρεγμένα ρούχα μου κ.ά. πράγματα. φράση: “Πήγαινε, παιδί μου, στη φωτιά να πυρωθείς, τα χέρια σου είναι ξυλιασμένα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Π(υ)ρώνω (πῦρ) = θερμαίνω εἰς τὴν πυράν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

πυτιά (η), αρχ. πυτία

η γουλιάστρα (το πρωτόγαλα) των μηρυκαστικών, το περιεχόμενο του στομάχου αρνιών και κατσικιών, που το ξεραίνουν κρεμασμένο στη κουζίνα και το χρησιμοποιούν διαλυμένο για να πήζουν το γάλα και να το κάμουν τυρί. ΒΑΛ. Φωτεινός, Α’ : “και μια κρεμάθα με πυτιές σιμά στον καπνοδόχο”. Το περιεχόμενο του στομάχου, αφού . . . Περισσότερα