Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παντσέλι

Παντσέλι /τὸ/ (Ἰ. panco -ello, pancocello) = προσκήνιον, δημοσιότης ἐμφανίσεως, ἀκροβασία ἐπισφαλής. «ἐβῆκε στὸ παντσέλι».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.