παλουκόφραχτη (η)
φράχτης με παλούκια και στα ενδιάμεσα με θαμνόκλαδα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παλ(ου)κόφραχτη /ἡ/ (Ἰ. paloccio-φράχτης) = φράκτης ἐκ πασσάλων καὶ φρυγάνων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης