παντοχὴ 27 Μαρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Παντοχὴ /ἡ/ (ὑπὸ-ἐν-τυγχάνω) = ἀναμονή, προσδοκία, ἐλπίς. βλ. Ἀπαντοχὴ