Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Ηλία Π. Γαζή

ατονάω

αδυνατώ, υποφέρω, καταπονούμαι. “Ατόνησα να ανεβάσω το σακί απ΄τη σκάλα”, “Ατόνησα να τον πείσω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀτονάω (ἀ-τόνος) = ἀτονῶ, καταπονοῦμαι, ἀποκάμνω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀτονάω = ἀποδυναμώνομαι, ἔχω ἀτονίσει (ἔχω χάσει τή δύναμή μου). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

άτσαλος (ο)

ακατάστατος, άτακτος, αδιάφορος, ατημέλητος και ακάθαρτος. “Είναι πολύ άτσαλος στις δουλειές του. – “Είναι ατσαλόστομος” – “Έχει άτσαλη γλώσσα” – “Άτσαλη είμαι ατσαλιές δε θέλω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄτσαλος -η -ο (ἀτασθαλία ; ἀdshαλjὲ) = ἄτακτος, ἀκατάστατος, ἀνεπιτήδειος, κακός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἄτσαλος . . . Περισσότερα

αυτού

γενική της ευγενείας, του σεβασμού αντί του εσύ, εσείς. “Τι λες αυτού;” = Τι λέει η αφεντιά σου; Σχετική είναι η φράση: του λόγου σου ή ελόγου σου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Αὐτοῦ = ἐσεῖς τοῦ λόγου σου, ἡ ἀφεντιά σου, ἔτσι προσαγορεύουν τούς μεγαλύτερους στήν . . . Περισσότερα

αϋφάντρα ή ανυφάντρα ή αργαλίστρα

η γυναίκα που υφαίνει ντόπια υφάσματα στο σπιτικό αργαλειό. Σε χργρ. του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “… της ανυφάντρας που έφτανε το πανί, λ(ίρες) 41″. Δημ. τραγ.: “-Κόρη που υφαίνεις το πανί / που υφαίνεις και ξεϋφαίνεις … / πόσο πουλιέται το πανί / και πόσο πάει το χτένι . . . Περισσότερα

αφ΄σκόλογο -α

βωμολοχία, λόγια ντροπής. “Άρχισες τα αφσκόλογα;” – “μη λες αφ΄σκόλογα” = αφύσικα, μη συνηθισμένα, απρεπή λόγια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφ(υ)σκόλογο /τὸ/ (ἀ – φύσις – λόγος) = βωμολοχία, ἀσελγὴς φράσις, ἀσελγὴς πράξις. «λέει ἀφσκόλογα», «κάνει ἀφυσκόλογα». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Όχι το αφουσκόλογα . . . Περισσότερα

ἀφάλα

Ἀφάλα = 1. κάτι τό πολύ ἐλαφρύ, 2. μικρό τόπι φτιαγμένο ἀπό πύτουρο, ἤ κουρέλια.

αφαλίζω

όταν αποτυχαίνει ποιοτικά και ποσοτικά η απόδοση της καλλιέργειας, τότε λέμε: “εφέτος αφάλισαν οι ελιές, ή τα κηπευτικά κ.λπ.”. αντιθ.: “έβαλα δέκα φωλιές κολοκυθιές, δεν αφάλισε ούτε μία” = βλάστησαν όλες – “Φύτεψα 20 ελιές και καμιά δεν αφάλησε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφαλίζω (ἀπὸ-ἅλις) = . . . Περισσότερα

αχάλι (το)

σκληρή ακανθώδης σκούπα, θρουμπόσκουπα με την οποία μαζεύουν στα αλώνια τα στάχυα που ξέμειναν άθικτα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχάλι /τὸ/ (Ἰ. aguglia, aguila ; ) = ποικιλία τοῦ ἀκανθοφρυγάνου, ἐχίνωψ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀχάλι = τό ἐχίνωψ, ἀκανθοφόρο φυτό μέ μακριά ἀγκάθια εἴδους . . . Περισσότερα

αχέλι (το)

το γνωστό χέλι. φράση: “Δεν είναι εύκολο να τον βρω, μου γλιστράει σαν χέλι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχέλι /τὸ/ = ὁ ἔγχελυς, τὸ χέλι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀχέλι = τό χέλι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

βαζασταρούδι

Βαζασταρούδι = τό κάθε θηλάζον μικρό πού μεγαλώνει μέ τό γάλα τῆς μάνας του. (Σημείωση: Στο “Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος του Π. Κοντομίχη , στα “Τα Λευκαδίτικα” του Χρ. Λάζαρη και στα “Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα” του Δημήτρη Κατωπόδη, αναφέρεται ως βυζασταρούδι (το)

βαλτζαμί (το) και βαρτζαμί

ορθότερα βαρτζαμί (Ιτ. barzamino). Ποικιλία μαύρου μικρόρογου σταφυλιού οινοποιήσιμου, που καλλιεργούνταν σε μεγάλη έκταση στη Λευκάδα. Είναι το κατ΄ εξοχίν λευκαδιτικο σταφύλι,που πιθανότατα έφεραν εδώ οι Βενετσάνοι, όταν κατάλαβαν το νησί το 1684 (έμειναν μέχρι το 1797). Η ποικιλία βαρτζαμί καλλιεργείται και σήμερα στη Β. Ιταλία, περιοχές Πάντοβας – Βενετίας . . . Περισσότερα

βάντακα (η)

στίβα ρούχων για πλύσιμο ή και πλυμένων ακόμα. “Έχω μια βάντακα σκουτιά για πλύσιμο, θα βραδιάσω” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαντάκα /ἡ/ (Ἰ. vandaggio) = δέμα λευχειματίων (ἀσπρορρούχων) πρὸς πλῦσιν ἢ μόλις πλυθέντων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βαντάκα = στιβάδα ρούχων πρό, ἤ μετά τό . . . Περισσότερα

βαντιέρα (η)

δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα, κυρίως, αλλά και για άλλες ποικίλες χρήσεις Στη βαντιέρα βάνουν τα κεριά και το στεφανοσκέπασμα του γάμου, την ημέρα του μυστηρίου στην βαντιέρα μετρούσαν τα χρήματα, που τυχόν έπαιρνε για προίκα μια νέα, κι αυτό γινόταν πριν από το στεφάνωμα ενώπιον όλων των παρευρισκομένων. Στη βαντιέρα . . . Περισσότερα

βάραγγας (ο)

η κλίση του εδάφους, τέτοια που να κρατάει ολοχρονίς πολλά νερά. (αρχ. φάραγξ: φαράγγι, φάραγγας) – Λόμπος, λάκκος. Ο βάραγγας χρησίμευε κυρίως στο πότισμα των ζώων καθ΄ οδόν προς τα κτήματα ή στην επιστροφή, αλλά και για το φκιάσιμο ορισμένων φυτοφαρμάκων επί τόπου, πχ το χαλκό για ράντισμα. Λεξικό του . . . Περισσότερα

βαρέλλα (η)

Ξύλινο βυτίο μικρού μάλλον μεγέθους μέσα στο οποίο οι κοπέλλες του χωριού μετέφεραν νερό από τη βρύση ή τα πηγάδια. Μέτρο χωρητικότητας υγρών (οκάδες 52). Γυναίκα παχύσαρκη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρέλλα /ἡ/ (Ἰ. barile) = ξύλινον βυτίον μετρίου μεγέθους πρὸς μεταφορὰν ἢ διατήρησιν ὕδατος εἰς . . . Περισσότερα

βαρκός -ή -ό

τόπος “βαρύς” και σχεδόν πάντα νωπός, υγρός. Η λέξη απαντά σχεδόν πάντα στον πληθυντικό: τα βαρκά. Υπάρχουν πολλά τοπωνύμια στο νησί με την ονομασία αυτή. Τα βαρκά έχουν χώματα παχειά, είναι εύφορα και ευκολόσκαφτα, ανάλογα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρκὸς -ὴ -ὸ (βαρὺς -ικὸς) = τόπος . . . Περισσότερα

βατούμπρο

Βατούμπρο /τὸ/ = βατόμουρον, ὁ καρπὸς τῆς βάτου, τὸ φραμπουάζ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βατοῦμπρο = βατόμουρο, ὁ καρπός τῆς βατομουριᾶς. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

βδομάει

Βδομάει = μοὔρχεται, μοῦ βδομάει νά τοῦ δώσω μιά στά μοῦτρα (Μοὔρχεται νά τοῦ δώσω μιά στά μοῦτρα).

βελάγκι (το)

ο καρπός της δρυός, και του πουρναριού (πρίνου), γνωστός ως βελανίδι. Στα γιατροσοφικά χειρόγραφα το συναντάμε και ως βέλανον: “Τον βέλανον να τον κοπανήσεις και να τον βράσεις με ξίδι εις τρίτον, ωφελεί την ψώραν και λέπραν και εις σπυριά προσώπου” (βλ. Η Λαϊκή Ιατρική στη Λευκάδα, σελ 134). Λεξικό . . . Περισσότερα

βελονάκι -ια

είδος αμπελόφάσουλου με το περίβλημά του. τρώγεται χλωρό (πράσινο) και είναι βελονοειδές και επίμηκες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βελονάκ(ι) /τὸ/ = μικρὰ ραφίς, βελόνη κεντήματος ἀγκιστρωτή, ἀγκερίδι, χλωρὸν ἀμπελοφάσουλον μετὰ τοῦ περιβλήματος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βελονάκια = τά τρυφερά ἀμπελοφάσουλα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας . . . Περισσότερα

βεντερούγα (η)

ραχίτιδα, κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης “Δια την βεντερούγα, πριν σαραντίσει, με ποίον τρόπο ιατρεύεται” χερόγραφο γιατροσόφι (Η Λαϊκή Ιατρική της Λευκάδας, σελ. 91). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βεντεροῦγα /ἡ/ (Ἰ. vertebra, verte-ruga) = σκολίωσις τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ραχῖτις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    η ραχίτιδα . . . Περισσότερα

βιζγάντι (το)

έμπλαστρο, που το ΄βαναν στην πλάτη των κρυολογημένων και το οποίο είχε την ιδιότητα να κολλάει τόσο καλά, ώστε όταν προσπαθούσαν να το βγάλουν, ξεκολλούσε συχνά και το δέρμα. Άλλωστε αυτό επιδίωκαν, γιατί στο μέρος εκείνο κατόπιν έκοβαν με ψαλίδι το δέρμα που ξεκολλούσε, κι έτσι “έτρεχαν τα υγρά του . . . Περισσότερα

βολά (η)

φορά (μια βολά …), μια κούπα κρασί. “Κάτσε να πιεις νια βολά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βολὰ /ἡ/ (βολή, φορὰ) = φορά, ἐποχή: «νιὰ βολὰ κι’ ἕναν καιρό», ἡ πλήρωσις ποτηρίου μὲ οἶνον: «δὲ σταματάει τς βολές». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Από την αρχαία . . . Περισσότερα

βολεί (τρίτο πρόσωπο)

επιτρέπεται, χωράει, ευκολύνει. “Δε βολεί να περάσεις;” – “Δε με βολεί να διαβώ φορτωμένος, είναι στενωσά”. “Είναι τόσος κόσμος που δε βολεί να ρίξεις βελόνι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βολεῖ (εὐ-βολεῖ) = χωρεῖ, ἐπιτρέπεται: «βολεῖ νὰ διαβῆς, δὲ βολεῖ νὰ παντρευτῆς πρώτη ξαδέρφη». Τα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

βολιάζω

κάνω τις πέτρες βολιό (=σωρό). πετροβολώ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βολιάζω (βολή, βαλλίζω) = λιθοβολῶ, ρίπτω λιθάρια εἴς τι σημεῖον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βολιάζω = 1. λιθοβολῶ, αὐτά τά παιδιά βολιάζονται (αὐτά τά παιδιά λιθοβολοῦνται), 2. μαζεύω τίς πέτρες σέ ἕνα σωρό. Το Γλωσσάρι . . . Περισσότερα

βολιός (ο)

σωρός λιθαριών στα χωράφια, αμπέλια κ.λ.π. Όταν γίνεται τακτοποίηση του κτήματος ή όταν σκάβουν (ξεχωνιάζουν) βαθειά για να φυτέψουν αμπέλι. Τότε όλες τις πέτρες που βρίσκουν κατά το σκάψιμο, τις σωριάζουν σε μια γωνιά και κάνουν βολιό. Μεταφορικά στους ανθρώπους σημαίνει: βαρετός, μη δραστήριος, τεμπέλης: “Είναι ένας βολιός και μισός. . . . Περισσότερα

βόλτο (το) ή βόλτος (ο)

στον πληθυντικό: βόλτα και βόλτοι: πρόκειται για θολωτές λίθινες καλύβες σε σχήμα φούρνου (εσωτερικά) στον τόπο του ασβεστοκάμινου. Η ονομασία βόλτο οφείλεται στον τρόπο κατασκευής τους γιατί φκιάχνονται όπως τα βόλτα σε γεφύρια, κυκλικές (άνω) πόρτες, οι γνωστές καμάρες με το σύστημα της κλειδωτής πόρτας. Οι τοίχοι της είναι χοντροί, . . . Περισσότερα

βούρτσα (η)

ο ψηλότερος ξύλινος κάδος μέσα στον οποίον χτυπάνε το γάλα για να βγάλουν το βούτυρο. Το χτύπημα γίνεται με βουρτσόξυλο, που στο κάτω μέρος έχει προσαρμοσμένο ένα δίσκο με πολλές τρύπες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βοῦρτσα /ἡ/ (Ἰ. vortice Τ. βούρ;) = ὑψηλὸς στενὸς ξύλινος καδίσκος . . . Περισσότερα

βουρτσόξ(υ)λο

Βουρτσόξ(υ)λο /τὸ/ (Ἰ. vortice, Τ. βούρ, -ξῦλον) = ξύλινος κοντὸς φέρων κατὰ τὸ κάτω ἄκρον διάτρητον δίσκον διὰ τοῦ ὁποίου κτυπᾶται τὸ γάλα πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου. (βουρτσόξυλο) Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βουρτσόξυλο = τό ἐργαλεῖο πού χτυπᾶνε γιά τήν ἐξαγωγή τοῦ βουτύρου, ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα στρογγυλό σανίδι, ἐφαρμοσμένο . . . Περισσότερα

βρακανίδα (η)

αγριολάχανο φαγώσιμο. Θεωρείται κατώτερης ποιότητας: Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Δ΄: “… και τα κοιλάρφανά της / θα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδαις …”, και σε σημείωση του ποιητή επεξηγηματικά γράφει: “Βρακανίδα = αγριολάχανο περιφρονούμενο ως η βρούβα“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρακανίδα /ἡ/ (βράκανον) = ἐδώδιμον . . . Περισσότερα