Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζόρκος (ο) και ζῶρκος

ο γυμνός ή μισόγυμνος, και μεταφορικά ο φτωχικά ντυμένος.
Παροιμία: “Τ΄ς ακαμάτρας το παιδί /ζόρκο, μόρκο περβατεί” – “γλυκός ο ύπνος την αυγή /ζόρκος ο κώλος τη Λαμπρή”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζόρκος -α -ω (δορκάς, ζορκὰς) = γυμνός, πανελεύθερος (β. λ. ντόρκος).

Ζῶρκος -α -ο (δορκάς, ζορκὰς) = ἀδέσμευτος τὴν περιβολήν, γυμνός.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Γυμνός. Ο Κρυστάλλης (Αγροτ. 117, 44) γράφει: “να λούζουνται στα ρέματα, με ζόρκα τα κορμιά τους”.
Φαίνεται να σχετίζεται με το ζορκάς-δορκάς, κοινώς ζαρκάδι. (Ζαρκάδι από το δορκάδιον, υποκοριστικό του δορκάς). Με τη γύμνια όμως πώς σχετίζεται; Η απάντηση στο στίχο του Κρυστάλλη που αναφέραμε.
Και ο Λάζαρης παραπέμπει στο δορκάς, αναφερόμενος παράλληλα και στο ντόρκος (άσχετο) που σε μας το θηλυκό (ντόρκα) είναι βρυσιά (“μωρή ντόρκα”).
Με το τουρκικό ζόρι, ζόρη (ζορίζω) δεν σχετίζεται η λέξη μας ούτε και με το ζόρικος.
Να σημειώσουμε -τέλος- πως το ζόρκος είναι συνθετικό ορισμένων λέξεων, όπως (κότα) ζορκολάιμω, ζορκοκώλω κ.α. εύχρηστα σε μας. Οι νοικοκυρές “βάφτιζαν” τις κότες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους: ζορκολαίμω (με γυμνό λαιμό). ζορκοκώλω (με γυμνό κώλο), λαθουράτη (από τα λαθύρια) κ.ο.κ.
Για όποιον βγάζει τα ρούχα του, λέμε αυτός ξε-ζορκιάστηκε και θα κρυώσει!
Για όσους ενδιαφέρονται περισσότερο η λέξη δορκάς (που την αναφέρει η Καινή Διαθήκη στις Πράξεις (9, 36, 39), όπως και το νεότερο δραγάτης (αγροφύλακας), παράγονται από το αρχαίο δέρκομαι, που σημαίνει βλέπω, παρατηρώ, που φυσικά είναι άσχετο με τη γύμνια. Γι’ αυτό και ο πολύς Κριαράς χαρακτηρίζει τη λέξη μας “αγνώστου ετυμολογίας”.
Εύχρηστος σε μας και ο τύπος ζορκαμάρα, γύμνια).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ζόρκος = γυμνός, τσίτσιδος, ὁλόγυμνος.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

 Ζόρκος (Ζορκὸς) = γυμνός, μεταφορικῶς ἐκ τῆς δορκάδος. – Οὕτω καὶ τὰ ἄνευ σαγμαρίου ἐλευθέρως βόσκοντα κτήνη λέγονται ντόρκα. Φρ. θὰ τ᾿ ἀφήσω ντόρκο.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

 Ζόρκα, η: η μη φέρουσα επαρκή ενδυμασία, η γυμνή. Θεόζορκη = η ολόγυμνη και ζορκαμπέλι = το μικρό γυμνό παιδί. Η ζόρξ, της ζορκός (η δορκάς) είναι η έλαφος, το ζαρκάδι.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.