βουρτσόξ(υ)λο
Βουρτσόξ(υ)λο /τὸ/ (Ἰ. vortice, Τ. βούρ, -ξῦλον) = ξύλινος κοντὸς φέρων κατὰ τὸ κάτω ἄκρον διάτρητον δίσκον διὰ τοῦ ὁποίου κτυπᾶται τὸ γάλα πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου. (βουρτσόξυλο)
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βουρτσόξυλο = τό ἐργαλεῖο πού χτυπᾶνε γιά τήν ἐξαγωγή τοῦ βουτύρου, ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα στρογγυλό σανίδι, ἐφαρμοσμένο πάνω σέ κοντάρι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής