βαρέλλα (η)
- Ξύλινο βυτίο μικρού μάλλον μεγέθους μέσα στο οποίο οι κοπέλλες του χωριού μετέφεραν νερό από τη βρύση ή τα πηγάδια.
- Μέτρο χωρητικότητας υγρών (οκάδες 52).
- Γυναίκα παχύσαρκη
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαρέλλα /ἡ/ (Ἰ. barile) = ξύλινον βυτίον μετρίου μεγέθους πρὸς μεταφορὰν ἢ διατήρησιν ὕδατος εἰς τὸ σπίτι, ἐνετικὸν μέτρον χωρητικότητος ὑγρῶν (52 ὀκάδες).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βαρέλα = 1. μέτρο ὑγρῶν πού ἰσοῦται μέ 54 ὀκάδες, 2. ἐπίμηκες μικρό βαρελάκι γιά τήν μεταφορά τοῦ πόσιμου νεροῦ στό σπίτι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής