Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Ηλία Π. Γαζή

(γ)ήπατα (τα)

γήπατα ήπατα, η δύναμη, η αντοχή, το ψυχικό θάρρος, το κουράγιο. Λέμε: “Μου κόπηκαν τα (γ)ήπατα, όταν το έμαθα”. Οι γέροι και οι ασθενείς λένε: “Δεν έχω, γιε μου, (γ)ήπατα για τέτοια”. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Α’ “…και στην αλετροπόδα μου έλειωσαν τα ήπατά μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα

αγγειό (το)

σκεύος ποικίλης μορφής και χρήσης. Έχει και μεταφορική έννοια, υποτιμητικά, “είσαι καλό αγγειό και λόγου σου”, “αυτός είναι κακό αγγειό” = ύπουλος, καταχθόνιος. Για τα άτακτα παιδιά λέμε: “δεν κάνει τ’ αγγειό σου καλό νερό” κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Αγγείον, οικιακό σκεύος, ουροδοχείο ή αλλιώς . . . Περισσότερα

αγκαθός (ο)

κομμάτι καρβελιού, αγκαθωτό και από γωνία. “φάγε αγκαθό να σ’ αγαπάει η πεθερά σου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκαθὸς:  /ὁ/ (ἀ – κανθός, ἄκανθα) = τεμάχιον ἄρτου «καρβελιοῦ» κοπτόμενον ἐλλειψοειδῶς ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴν περιφέρειαν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Από την αρχαία λέξη κανθός με . . . Περισσότερα

ἀγκελοκρούξιμο

Ἀγκελοκρούξιμο =Βίαιο καί ὀδυνηρότατο κέντρισμα, ὅπως ἀπό σκορπιό, ἀλλά καί ἀπό ὁποιοδήποτε αἰφνίδιο πλῆγμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ετυμολογική σημείωση: βλ. λ. αγκελοκρούζω (Π.Γ. Κριμπάς)

αγκερίδι (το)

μικρή βελόνα πλεξίματος με αγκιστροειδή άκρη (αιχμή). Με το αγκερίδι, πλέκουν δαντέλες, μπέρτες κ.α. πλεκτά ενδύματα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκερίδι:  /τὸ/ (ἀγκυρίδιον) = βελονάκι κεντήματος μὲ κυρτὴν αἰχμήν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγκερίδι = βελονάκι κεντήματος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

αγκίδα (η)

βελονοειδής, μικρή σκίζα ξύλου που απρόβλεπτα μας τραυματίζει. “μου τρύπησε το δάχτυλο μια αγκίδα στο πάτωμα” Μεταφορικά: ο πονηρός, ύπουλος και ραδιούργος, που μας ρίχνει σε έριδες. “είναι κακή αγκίδα ελόγου του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκίδα:  /ἡ/ (ἀκίς) = ἄκανθα, αὶχμή, ἄνθρωπος ραδιοῦργος προκαλῶν διενέξεις. . . . Περισσότερα

αγκούσα ή αγγούσα (η)

στενοχώρια, θλίψη. “έχω μεγάλες αγγούσες… μου τρυπάνε την καρδιά”, “μόδωκες μεγάλη αγγούσα με αυτά που ‘πες”, “μ’ αγγούσεψες…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκοῦσα:  /ἡ/ (ὄγκος, ἄγχος, Ἰ. angoscia) = θλίψις, στενοχωρία, μελαγχολία. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Με -γκ-. η συνηθισμένη σε μας σημασία (γιατί . . . Περισσότερα

αγκωνή (η)

γωνία, άκρη κάποιου πράγματος. “κι όταν ο γέρος μάντης / εξάνοιξε την αγκωνή (τις πλάτης αρνιού) μελαχρινή λουρίδα που πρόβαινε σαν σερπερό, του θόλωσαν τα μάτια / … κι εκόπηκε η φωνή του” Αρ. Βαλαωρίτης: Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄, στ. 109 Ακόμα λέμε, “μια αγκωνή ψωμιού, πίτας κλπ.”, επίσης “εσύ κάτσε . . . Περισσότερα

ἀγλιά

αγλιά = αλίμονο! “αγλιά σε μένα…”, “αγλιά και αλίμονο”, “αγλιά που να του βγει τ΄ όνομα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγλιὰ /ἐπίρ./ (ἄλη) = ἀλοίμονον, δυστυχία, συμφορά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγλιά = ἀλίμονο, ἀγλιά σέ μένανε, (ἀλίμονο σέ μένα). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – . . . Περισσότερα

αγουρίδα (η), ἀγρίδα

το άγουρο σταφύλι. Παροιμία: όσα δεν φτάνει η αλεπού τα λέει αγουρίδες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)ρίδα:  /ἡ/ = ἄωρος σταφυλή, ἄγουρο σταφύλι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγρίδα = ἀγουρίδα, ἄγουρο σταφύλι, ἀλλά καί κάθε φροῦτο τελείως ἀγίνωτο. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής . . . Περισσότερα

αγουρόλαδο ή αγρόλαδο (το)

το άγουρο λάδι που πρασινίζει και θεωρείται γευστικό και πολύ θρεπτικό. Είναι το πρώτο λάδι της σοδιάς, εκθλίβεται πρώιμα, το φθινόπωρο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)ρόλαδο:  /τὸ/ (ἄωρος-ἔλαιον) = ἔλαιον ἐκ νωπῶν πρασίνων ἐλαιῶν ἐκθλιβὲν χωρὶς τὴν χρῆσιν θερμοῦ ὕδατος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγρόλαδο . . . Περισσότερα

αγριλίδα (η)

η άγρια ελιά. Φυτρώνει σε λογγώδη και άγρια εδάφη. Οι γεωργοί την κεντρώνουν και την κάνουν ήμερη καρποφόρα ελιά. Το ξύλο είναι πολύ σκληρό και το χρησιμοποιούν για κατασκευή αλετριών. “ζυγό και σπάθι από φτελιά. Κι ήθελε απ΄αγριλίδα να ΄ναι χυτές οι ζεύγλες του” Αρ. Βαλαωρίτης – Φωτεινός Α΄ Λεξικό . . . Περισσότερα

ἀγριοκόκι

Ἀγριοκόκι = βίκος, εἶδος καλλιεργήσιμου φυτοῦ γιά τροφή τῶν ζώων. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ετυμολογική σημείωση: Από το άγριος + κόκ(κ)ι (< αρχ. κόκκος + ονοματικό επίθημα -ι-ο-ν). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγύριγος – αγύρ΄γος (ο)

αυτός που δεν γυρίζει άλλο πίσω. φράσεις: “Άει στον αγύρ΄γο!” και “δανεικό κι αγύρ΄γο”. ο ισχυρογνώμων: “Είναι αγύρ΄γο κεφάλι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγύρ(ι)γος -η -ο:  (ἀ-γυρόω) = ὁ μὴ ἐπιστρέφων, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος, ἀνεπίστρεπτος. «πάει στ’ ἀγύργο, δανεικὸ κι’ ἀγύργο». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

αδράζω ή αδράχνω

πιάνω κάποιον με γρήγορη κίνηση, με βίαιες διαθέσεις. “Τον άδραξα από το λαιμό, αλλά μου ξέφυγε”, “άδραξα μια πέτρα και έριξα κατ΄ απάνω του” – “Τον άδραξα απ΄ τα μαλλιά και τον έβγαλα απ΄ τη θάλασσα. Τον έσωσα.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδράζω:  (ἀ-δράσσω) = συλλαμβάνω . . . Περισσότερα

άει και χάει

παρακελευστικό επιφώνημα = εμπρός, πήγαινε, έλα. φράσεις: “Άει στην ευχή του Θεού” – “Άει στο διάολο” αλλά και “Χάει τρέχα να ιδείς”. (βλ. α – άε). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄει = σύρε, πήγαινε, ἄει στό καλό σου (πήγαινε στό καλό σου). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας . . . Περισσότερα

ἀθάλη -ι

Ἀθάλη -ι:  /ἡ, τὸ/ = αἰθάλη, κατάλοιπον καύσεως, τσίμπλα φυτιλιοῦ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀθάλη (αἰθάλη) λέγεται ἡ ἕνεκα τοῦ καπνοῦ καὶ τῆς ἐπισωρεύσεως ἀπεσβημένη ἀνθρακιά, καὶ μάλιστα τῶν φούρνων. – φρ. σῦρε ὄξω τὴν ἀθάλη. – ῥ. ξαιθαλίζω, ξαιθάλισε = ἀναζωπύρησον. Τοῦτο δὲ γίνεται διὰ τοῦ σουδαύλου (συδαύλου) . . . Περισσότερα

αθεμωνιά ή αθημωνιά

σωρός από δέματα σιταριού, κριθαριού ή άλλων δημητριακών, σιμά στ΄ αλώνια, προκειμένου να φυλαχτούν, όταν έρθει η σειρά τους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀθεμωνιὰ:  /ἡ/ = θημωνία, στιβὰς δεμάτων σίτου ἤ ἄλλων δημητριακῶν ἐν ἀναμονῇ τοῦ ἁλωνισμοῦ . Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀθεμωνιά καί θεμωνιά . . . Περισσότερα

αϊτέρι (το) και ἁϊταίρι

το άλλο μέρος του ζεύγους, δύο ομοίων πραγμάτων, αλλιώτικα και περιφρ. : “Έχασα το κουμπί και δεν βρίσκω ταίρι του”. Σε ανθρώπους και ζώα: ‘Έχασε ο δυστυχής το αϊτέρι του” (τη γυναίκα του). Λένε πως, αν σκοτώσουν το ταίρι μερικών πουλιών, όπως του τριγωνιού, πεθαίνουν. Τραγούδι του γάμου: “Ωραία πουν΄ . . . Περισσότερα

ἄκλερος καί ἄκληρος

Ἄκλερος καί ἄκληρος = ὁ παντρεμένος χωρίς παιδιά, αὐτός εἶναι ἄκλερος (ἄτεκνος). βλ. και ακλερίτης -ισσα Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ετυμολογική σημείωση: από το στερητικό πρόθημα α- και τη λέξη κλήρος ‘απόγονοι, τέκνα’, η δε τροπή /i/ > /e/ οφείλεται στο /r/ που ακολουθεί (πβ. πληρώνω > . . . Περισσότερα

ακονάκι (το)

μικρό δηλητηριώδες φίδι: “Αν σε φάει τ΄ακονάκι / το τσαπί και το φτυαράκι / Κι αν σε φάω εγώ η οχιούλα, / έχεις μιαν απαντοχούλα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀκονάκι:  /τὸ/ (ἄκανος, ἀκοντίας;) = μικρὸς δηλητηριώδης ὄφις (ἔχιδνα), «ἂν σὲ φάῃ τ’ ἀκονάκι,… τὸ τσαπὶ καὶ . . . Περισσότερα

ἀκόντικας

Ἀκόντικας = τό πίσω μέρος τοῦ ἀνθρώπινου κρανίου (ὁ αὐχένας). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ετυμολογική σημείωση: ίσως από το ακόντιο, αλλά δεν κατόρθωσα να εντοπίσω τον σημασιολογικό συσχετισμό (που ίσως οφείλεται στο σχήμα κάποιου οστού;), ενώ δεν φαίνεται να σχετίζεται με τα ακοντάρω, ακόντ(ι)κος (βλ.λ.). Άλλος τύπος . . . Περισσότερα

αλ(ι)κοτίζω -ομαι και αλικοτίστηκα

αλικοτίζω -ομαι είμαι αδιάθετος, παρουσιάζω συμπτώματα ασθενείας. φράση: “Το παιδί αλ(ι)κοτίστηκε, να φέρομε τον παπά να το διαβάσει. Μπορεί να το αβασκάνανε, δεν φωνάζομε την …τάδε να το ξαβασκάνει;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀλ(ι)κοτίζω -μαι:  (Λ. aliquus) = μεταβάλλω ὄψιν ἥ διάθεσιν πρὸς τὸ χειρότερον, ἀδιαθετῶ. . . . Περισσότερα

ἀλαίμαρχος -η -ο

αλαίμαργος = αχόρταγος, πολύ εργατικός: “κάνει τη νύχτα μέρα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀλαίμαρχος -η -ο:  (ἀ-λαίμαργος) = λαίμαργος, ἀκόρεστος, ὑπερμέτρως ἐργατικός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀλαίμαργος καί ἀλαίμαρχος = λαίμαργος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ετυμολογική σημείωση: το αρχικό /a/ είναι προθεματικό, . . . Περισσότερα

ἀλαμπάζω

Ἀλαμπάζω:  (ἀ-λαπάζω) = αἰφνιδιάζω, τρομοκρατῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀλαμπάζω = τρομάζω κάποιον ξαφνικά, ξαφνιάζω κάποιον μέ ἀπότομη καί μεγάλη φωνή. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής βλ. και  λαμπάζω

αλαχτά (επίρρ.) και αλλαχτά

με σάστιση, με φόβο, βιασύνη και νευρικότητα. “Σαν αλαχτός κάνεις” – “Έφαγε, αλαχτά, αλαχτά κι έφυγε”. βιαστικά – βιαστικά. φράση: “Έφαγα αλλαχτά για να προφτάσω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἁλαχτὰ:  /ἐπίρ./ (ἅλη) = μὲ σπουδήν, μὲ νευρικότητα, μὲ φρενοβλάβειαν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Και . . . Περισσότερα

αλετροπόδα (η)

το πόδι του αλετριού, όπου στο μπροστινό του μέρος προσαρμόζεται το γενί. Επίσης, το πισινόξυλο που εξέχει του ποδός και το οποίον πατεί ο ζευγάς για να πάει βαθύτερα το υνί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀλετροπόδα:  /ἡ/ (ἄροτρον-ποῦς) = ὁ ποῦς τοῦ ἀρότρου εἰς τὸ πρόσθιον . . . Περισσότερα

αλικιάζομαι (άλικος)

κοκκινίζω από ντροπή. φράσεις: “Μόλις τον είδα αλικιάστηκα” – “Μου ΄φυγε η κουβέντα κι αλικιάστηκα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀλικιάζομαι = κοκκινίζω ἀπό ντροπή, εἶπα κάτι πού δέν ἔπρεπε καί κοκκίνισα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ετυμολογική σημείωση: από το άλικο(ς), βλ.λ. (Π.Γ. Κριμπάς)

ἀλίφασκος

Ἀλίφασκος = φασκομηλιά. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ετυμολογική σημείωση: από μσν.ελλ. αλισφακιά < *ελισφακιά (με τροπή του αρχικού [e > a] λόγω συμπροφοράς με το αόριστο άρθρο και επανανάλυση [mia-eli > miali > mi-ali]) < *ελίσφακ(ος) -ιά < αρχ.ελλ. ἐλελίσφακος με απλολογία [eleli > eli] και μετάθ. . . . Περισσότερα

αλόη (η) και ἀλοή

το φυτό αλόη η γνήσια: “έχει πολύ πικρή ρίζα” (από χργρ γιατροόφι). Έχει θεραπευτικές ιδιότητες: “Τρίψον την αλόην με το ξίδι ή με ροδόσταμα, να γένει ωσάν αλοιφή και βάνε συχνά εις τα μηλίγγια, εκείνος οπού έχει πόνους και ζάλην εις το κεφάλι”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, κωδ. Κατωπόδη . . . Περισσότερα