Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μέρλος (ο)

δαντελωτή ταινία, διαφόρου πλεξίματος, σχεδίου και χρώματος. Ο μέρλος – που κατά κανόνα πλέκεται με το αγκιρίδι απ΄τις ίδιες τις γυναίκες του σπιτιού – τοποθετείται ως διακοσμητική ταινία σε ασπρόρουχα – πιο πολύ σε σεντόνια, μαξιλαροθήκες ,γύρους κρεβατιού κλπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μέρλο /τὸ/ (Ἰ. merlo) = δαντέλλα, τρίχαπτον, δαντελωτὴ ταινία.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.