βαντιέρα (η)
δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα, κυρίως, αλλά και για άλλες ποικίλες χρήσεις
Στη βαντιέρα βάνουν τα κεριά και το στεφανοσκέπασμα του γάμου, την ημέρα του μυστηρίου στην βαντιέρα μετρούσαν τα χρήματα, που τυχόν έπαιρνε για προίκα μια νέα, κι αυτό γινόταν πριν από το στεφάνωμα ενώπιον όλων των παρευρισκομένων.
Στη βαντιέρα έριχναν οι παλιότεροι την “Προαίρεση” (προαιρετική αμοιβή) του παπά, την εποχή που δεν πληρώνονταν, όπως σήμερα, από το κράτος. Τέλος, στη βαντιέρα τοποθετούσαν τα κόλλυβα του μνημοσύνου στην εκκλησία. εξ ου και η φράση: “Την Κυριακή έχομε τη βαντιέρα του τάδε”, αντί είναι το μνημόσυνο του τάδε.
Οι βαντιέρες είναι πολλών ειδών, σχημάτων και ποιοτήτων, γενικά είναι ελλειψοειδές με δυο χερούλια. Πολλές έχουν γυάλινο κάμπο με παραστάσεις “λαϊκής εμπνεύσεως” και χαιρετισμούς ή ευχές: “Καλημέρα” – “Χρόνια Πολλά” κτλ – Κατάρα: “Παναγία μου, να του κάμουν τη βαντιέρα του σε οκτώ μέρες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαντιέρα /ἡ/ (Ἰ. guantiera) = ὀψοφόριον, δίσκος σερβιρίσματος.
Βαντιέρα = δίσκος διακοσμημένος γιά τό σερβίρισμα καφέ καί γλυκισμάτων.
Κρικωνης Τηλέμαχος -
Η λέξη λεγόταν και στα χωριά των Τζουμέρκων εδώ και εκατοντάδες χρόνια Όταν κατοικούσαν Ρωμαίοι .είναι γνωστή ακόμη σήμερα και προφέρεται απο ηλικιωμένους .