αϋφάντρα ή ανυφάντρα ή αργαλίστρα
η γυναίκα που υφαίνει ντόπια υφάσματα στο σπιτικό αργαλειό.
Σε χργρ. του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “… της ανυφάντρας που έφτανε το πανί, λ(ίρες) 41″.
Δημ. τραγ.: “-Κόρη που υφαίνεις το πανί / που υφαίνεις και ξεϋφαίνεις … / πόσο πουλιέται το πανί / και πόσο πάει το χτένι / κι η κόρη που το υφαίνει;”. (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας, σελ 230).
Δημ.τραγ.: “Υφαίνω τα μεταξωτά / καινούρια αγάπη και παλιά, / υφαίνω τα βελούδα / γεια σου, αγάπη μου καινούργια. / Στους ουρανούς τα διάζομαι / στους κάμπους καλαμίζω / και στον αφρό της θάλασσας πάω και τα λευκαίνω” (από το χωριό Καρυά).
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. : “Εσύ ανυφάντρα, εσύ γαληνομέτωπη, γερή μεγαλομάτα – … κι εσύ κάτου απ΄τον πλάτανο, στο μέγα περιβόλι, στον αργαλειό να θρονιαστείς καθημερινή και σκόλη / και σιάζοντας τα γνέματα / το χέρι σου ν΄ απλώνει / ένα φεγγάρι στο πανί / μεσ΄ σε θαμπόν αλώνι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀϋφάντρα /ἡ/ = ὐφάντρια ἐγχωρίων ὐφασμάτων.
Αὐφάντρα = ὑφάντρα (αὐτή πού ὑφαίνει).