ζαπίζω 10 Ιαν, 2017 Ζ 0 Σχόλια 0 Ζαπίζω (ἰάπτω; Ἀ.Τ. ζάπτ, Σ. σdζαπὶμ) = συγκρατῶ, δαμάζω, καταβάλλω.