Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βολιός (ο)

σωρός λιθαριών στα χωράφια, αμπέλια κ.λ.π.
Όταν γίνεται τακτοποίηση του κτήματος ή όταν σκάβουν (ξεχωνιάζουν) βαθειά για να φυτέψουν αμπέλι.
Τότε όλες τις πέτρες που βρίσκουν κατά το σκάψιμο, τις σωριάζουν σε μια γωνιά και κάνουν βολιό. Μεταφορικά στους ανθρώπους σημαίνει: βαρετός, μη δραστήριος, τεμπέλης: “Είναι ένας βολιός και μισός. Βαριέται να κουνήσει τα χέρια του” – “Έγιν΄κε βολιός …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βολιὸς /ὁ/ (βολή, βάλλω) = συλλογὴ λιθαριῶν εἰς τὸ ἔδαφος, λιθορριπή.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


βολιός (ὁ): κωνικός σωρός ἀπό μαζεμένες πέτρες σέ πετρώδη κτή­ματα για νά γίνεται εὐχερής ἡ καλλιέργειά τους, (ἴδε βόλος).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Βολιός = κωνικός σωρός ἀπό μαζεμένες πέτρες σέ πετρώδη χτήματα γιά νά γίνεται εὐχερής ἡ καλλιέργειά του.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.