Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Ηλία Π. Γαζή

ψύλληθρο (το) και ψύλιθρο

το φυτό κόνιζα. Με σκούπα, καμωμένη από ψύλληθρο, οι γυναίκες τα χωριά σκουπίζουν κατά διαστήματα τις αυλές και κάποιους εσωτερικούς χώρους του σπιτιού. Πιστεύουν ότι στα ψίλλυθρα κολλάνε οι ψύλλοι και τους μαζεύουν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψύλ(ι)θρο /τὸ/ (ψύλλα -ος) = τὸ ποῶδες φυτὸν ἰνούλη . . . Περισσότερα

ψυχοπιάνω -ομαι

συνέρχομαι, δυναμώνω σιγά σιγά, παίρνω θάρρος. “Έφαγα και ψ΄χοπιάστηκα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(υ)χοπιάνομαι (ψυχὴ-πιάζω) = ἀναλαμβάνω ἀπὸ ἐξάντλησιν, συνέρχομαι ἀπὸ ἀτονίαν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ψυχοπιάνω = 1. δυναμώνω, 2. βοηθῶ τό νεογέννητο νά πρωτοθηλάσει γιά νά πάρει ζωή. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – . . . Περισσότερα

ψωμόπετρα (η)

πέτρα μαλακή, που σκαλίζεται εύκολα χωρίς και να διαλύεται. Με τέτοιες μεγάλες μονοκόμματες πέτρες πολλοί παλιοί Λευκαδίτες έφκιαναν τις πέτρινες πίλες (=αποθήκη λαδιού), όπου έβαναν ολοχρονίς το λάδι τους. Τις χρησιμοποιούσαν πολύ και οι λαδέμποροι της Χώρας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψωμόπετρα /ἡ/ (ψωμὸς-πέτρα) = εὔθριπτον . . . Περισσότερα