Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Ηλία Π. Γαζή

απίδρομος (ο)

η φόρα που παίρνομε προκειμένου να τρέξομε γρηγορότερα ΒΑΛ. Φωτεινός, Α΄ 24: “κι ο γέροντας μ΄ απίδρομο σαν παλληκάρι τρέχει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπίδρομος: /ὁ/ (ἐπὶ-δρόμος) = ὁρμητικὴ ἐκκίνησις, φόρα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Η φορά “παίρνω απίδρομο” και ο Βαλαωρίτης, πιο παραστατικός . . . Περισσότερα

απίκ(ου)πα ή απίκπα (επίρρ.)

ανάποδα πεσμένο κάτι. “Βάλε το δοχείο απίκουπα, να στραγγίσει καλά το λάδι” – “Βάλε την παδέλα απίκ΄πα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπίκουπα: /ἐπίρ./ (Ἰ. appie-coppa) = ἀναστρόφως, μὲ τὸ στόμιον πρὸς τὰ κάτω (λέγεται ἐπὶ δοχείων καὶ ἀγγείων). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Αναποδογυρισμένο σκεύος. . . . Περισσότερα

άπλερος (ο)

αδύνατος, καχεκτικός, τρυφερός. Τα επίθετα αυτά αποδίδονται σ΄ ανθρώπους και ζώα: “Πουλάκι άπλερο ακόμα” – “έκαμ΄ ένα μοσκαράκ΄ μπιτ άπλερο” – “Αυτό το παιδί είναι άπλερο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄπλερος -η -ο: (ἀ-πλήρης) = ἀτελής, ἀτροφικός, ἀσθενικός, ἰσχνός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Συνηθέστατος . . . Περισσότερα

απόγωνο

απάγκειο, μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος: “Έπιασες τ΄ απόγωνο, βλέπω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπόγωνο: (ἀπό, ὑπὸ-γωνίαν) = μέρος ὑπήνεμον, ἡμίκλειστον, προφυλαγμένον ἀπὸ τὸν ἄνεμον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀπόγωνο = ἀπάγκειο, ἀπάνεμο, πίσω ἀπό κάποια γωνία (πού δέν τό πιάνει ὁ ἄνεμος). . . . Περισσότερα

αποδιαλεούρι -ια

ο,τι απομένει στο τέλος κάποιου πωλουμένου πράγματος, αφού προηγουμένως έχει διαλεχθεί το καλύτερο. “Από ψάρια μην περιμένεις κάτι αποδιαλεούρια έχουν”. Λέγονται και ξεδιαλεούρια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀποδιαλεγοῦρι: /τὸ/ (ἀπὸ-διαλογή) = τὸ τελευταῖον κατωτέρας ποιότητος ὑπόλοιπον πωλουμένου εἴδους. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀποδιαλεούρι = ὅ,τι ἀπέμεινε . . . Περισσότερα

αποκαρώνω -ομαι

πέφτω σε ύπνο βαθύ, είμαι άνοιωστος. “Μ΄ αποκάρωσε ο ύπνος, γιε μου, και δεν μπόρεσα να ξυπνήσω”. για όποιους κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν το χρέος τους, λέμε πως τους έπιασε αποκαρωμάρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀποκάρωσα = ἀπέκανα, ξεψύχησα, ἀποκάρωσα ἀπ᾿ τήν κούραση (ξεψύχησα ἀπ᾿ τήν . . . Περισσότερα

απόρ(ρ)ιμμα (το)

καθετί που απορρίπτεται σαν άχρηστο ή περιττό, εξάμβλωμα, αποτρόπαιη παρουσία, για ανθρώπους και ζώα. (απόρριμμα) μτφ.: ο καχεκτικός, ο μικροκαμωμένος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπόρ(ρι)μα:  /τὸ/ (ἀπὸ-ρίπτω, ρήγνυμι) = ἀπόβλημα, ἐξάμβλωμα, πρόσωπον ἢ ζῷον ἀτροφικόν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ἀπόρριμα = ἔκτρωμα, λέγεται σέ . . . Περισσότερα

απορδαλιά (η)

το θαμνώδες φυτό κοκορεβυθιά. Τα φύλλα της κοκκινίζουν το φθινόπωρο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπορδαλιὰ: /ἡ/ (πορδαλέος) = θάμνος παραπλήσιος τῆς πιστάκης (κοκκορεβυθιᾶς). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀπορδαλιά = φυλλοβόλος θάμνος πού ἀναπτύσσεται συνήθως μέ ἄλλα ἀειθαλῆ φυτά πού προτοῦ πέσουν τά φύλλα τους παίρνουν . . . Περισσότερα

απόσκιο (το)

ισκερό μέρος. “Έκατσα εδώ γιατί είναι απόσκιο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπόσκιο = μέρος πού δέν εἰσχωροῦν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

αποσούρι -ια (το)

το κατακάθι απ΄το κρασί, απ΄το λάδι. Αποσούρι έλεγαν και το τελευταίο παιδί της οικογένειας. (Οι παλιοί έκαναν πολλά παιδιά). Όταν περνούσε ο τάδε από τα γνωστά μας πεζούλια των μαγαζιών έλεγαν ειρωνικά: “Περνάει το αποσούρι του τάδε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀποσοῦρι: /τὸ/ (ἀπὸ-σαίρω) = κατάλοιπον, . . . Περισσότερα

απόφωνο (το)

η φωνή που έρχεται ακαθόριστη από μακριά. Η τελευταία κραυγή ανθρώπου ετοιμοθάνατου. Κατάρα: “Ν΄ ακούσω τ΄ απόφωνά σου, να δώσει ο Θεός κι η Παναγία”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπόφωνο: /τὸ/ (άπὸ-φωνὴ) = ἡ ὑστάτη κραυγὴ τοῦ βιαίως θνήσκοντος.  Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Κατάρα: . . . Περισσότερα

άραχνος -η -ο

ταλαιπωρημένος, θλιμμένος, αραχνιασμένος: “Μαύρος κι άραχλος είναι ο δυστυχής”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄραχνος -η -ο: (ἀράχνειος) = ἀραχνιασμένος, ἔρημος, πένθιμος, δυστυχής. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   “Μαύρα κι άραχλα”, απαντάται στην ερώτηση: “πώς τα βλέπεις τα πράγματα;” Επίθετα από το άραχνος (αράχνη) και μαύρος. Ο . . . Περισσότερα

αργαλίστρα (η)

αϋφάντρα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀργαλίστρα: /ἡ/ (ἐργαλεῖον, ἀργαλειὸς) = ἡ τεχνήτρα τοῦ ἀργαλειοῦ, ἡ ὑφάντρα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀργαλίστρα = χειρίστρια τοῦ ἀργαλειοῦ. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

ἀρειοδούλια

Ἀρειοδούλια = ἀργοδούλεια, ἀργομεροδούλια, δουλειά πού γίνεται ἐκ διαλειμμάτων καί μέ βαρυεστημάρα. βλ. καί  αργοδούλι (το)

αρήλογος

μεγάλο και αραιό κόσκινο για καθαρισμό του σιταριού από ξένα σώματα, χαλίκια κ.λπ. Σε κατγρ. του 1697 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: ” … ένας αρήλογος”. ΒΑΛ. Φωτεινός, σελ 300: “αρήλογος, πινακωτή, και πλάστης και δριμόνι.”. και αργολόγος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀρήλογος: /ὁ/ (ἀραιὸς-λέγω) = μεγάλο . . . Περισσότερα

αρηολόγι (το) και ἀρειολόγια

λέξη που λέγεται για το μάζεμα της ελιάς. Καρπός σκορπισμένος εδώ και εκεί, όταν δεν έχει σοδειά. “Μαζεύω τα αρηολόγια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀρηολόγι:  /τὸ/ (ἀραιὸς-λέγω) = συλλογὴ ἀραιᾶς καὶ σποραδικῆς καρποφορίας (ἰδίᾳ ἐλαιοκαρποῦ κατὰ τὴν «ἀνέσοδη»). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀρειολόγια = ἀραιός . . . Περισσότερα

αρμάρι (το)

ντουλάπι διαφόρων τύπων, μεγεθών και χρήσεων. Κυρίως όμως για τα κουζινικά τρόφιμα και σκεύη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἁρμάρι /τὸ/: ἐρμάριον, ντουλάπι σκευῶν ἢ τροφίμων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ἁρμάρι (τό): ἑρμάριον, ντουλάπι. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου Ἀρμάρι = ἐρμάρι, ντουλάπι σκευῶν . . . Περισσότερα

αρμυράδα (η)

η γεύση του αλμυρού. αραιωμένο γάλα με πολύ αλάτι, το ποίο βάνουν στα δοχεία με τυρί, κοινώς σαλαμούρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἁρμυράδα = ἀπόγαλο μέ πολύ ἁλάτι μέσα στό ὁποῖο διατηρεῖται τό τυρί. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

αρμυρήθρα (η)

ποώδες μικρό φυτό με φύλλα πλούσια και σαρκώδη, που φύεται στα ρηχότερα παραθαλάσσια μέρη. Οι αρμυρήθρες τρώγονται και βραστές ως λαχανικό και είναι νοστιμότατο εδώδιμο. Στη Λευκάδα υπάρχουν άφθονες στην περιοχή των αλυκών και του ιχθυοτροφείου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἁρμυρήθρα /ἡ/ (ἅλμη -ηρός) = τὸ . . . Περισσότερα

αρνομούνουχο (το)

το ευνουχισμένο αρσενικό πρόβατο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀρνομούν(ου)χο: /τὸ/ (ἀμνὸς-εὐνουχίζω) = ἄρρεν πρόβατον εὐνουχισμένον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀρνομούνουχο = κριάρι εὐνουχισμένο ἀπό ἀρνί, πού τό κρέας του θεωρεῖται ἐξαιρετικό. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

αρούκανος -η -ο

αρόκανος, ο μη ροκανισμένος, απλανιάριστος, ξύλο μη δουλεμένο με ρόκανο (=πλάνια). αρχ. ρυκάνη. μτφ.: ψωμί ξερό κι αρούκανο. φρ.: “το ΄φαγα ξερό κι αρούκανο”. Σε πρόσωπα = έμεινε στα χαμένα, αποσβολώθηκε. “Μόλις άκουσε το χαμπέρι, έμεινε ξερός κι αρούκανος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀρούκανος -η -ο . . . Περισσότερα

αρρωστολόγος (ο)

πεταλουδίτσα που μπαίνει στα σπίτια τους ζεστούς μήνες και γυροφέρνει παντού. Κατά τη λαϊκή αντίληψη η είσοδός της προμηνύει αρρώστια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀρρωστολόγος /ὁ/ (ἄρρωστος-λέγω) = ἡ νυκτόβιος ψυχὴ κλώστειρα, καντηλοσβύστης, ταξειδιάρης. (Θεωρούμενος εἰς τὰ χωρία τῆς Λευκάδος ὡς προάγγελος νόσου). Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

αρτσίκλι (το)

τα πόδια του ανθρώπου, ιδίως των ψηλών. φράσεις: “Μάζεψε τις αρτσίκλες σου, δα …” – “Άπλωσες τις αρτσίκλες σου σαν αγάς”. και αρτσίκλα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀρτσίκλι /τὸ/ (Ἰ. articolo) = ἄρθρον τοῦ σώματος, μέλος, σκέλος. «μάζωξε τ’ ἀρτσίκλια σου». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

ασπρόπρασα (η) και ἀσπροπρασιά

αγριόχορτο, που φυτρώνει σε αυλές και ξέρες, αλλά δεν το τρώνε τα ζώα, το μυρίζουν και φεύγουν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀσπροπρασὰ /ἡ/ (ἄσπορος-πράσιον) = τὸ χειλανθὲς φυτὸν πράσιον, φασόχορτον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀσπροπρασιά = ξερόβιο φυτό μεταξύ χόρτου καί θάμνου πού φυτρώνει κοντά . . . Περισσότερα

αστάλωτος -η -ο

ο μη σταλωμένος, το φυτό ή  καρπός του φυτού που δεν έχει ακόμα σκληρύνει είναι τρυφερός. “Το σιτάρι είναι αστάλωτο ακόμα, αγένωτο”. Μτφ.: “Το παιδί δεν στάλωσε ακόμα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀστάλωτος -η -ο (ἀ-σταλίς, στελεχῶ) = μήπω σκληρυνθείς, τρυφερὸς (λέγεται ἐπὶ καρπῶν καὶ λαχανικῶν). . . . Περισσότερα

ασύφταγος -η -ο

ο ασυμπαθής, ο βιαστικός, ο ταραχοποιός – ο μη δεχόμενος συμβουλές και συστάσεις. “Μωρέ ασύφταγο, που να μην ιδείς καλό” – “Δεν πας στον ασύφταγο;” = στο διάολο. Κάτι που δεν φτάνει ή κάτι που δεν έχει προκοπή. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀσύφταγος -η -ο (ἀ-σὺν-φθάνω) . . . Περισσότερα

ατάλικος -η -ο

ο αδύνατος, ο λίγο καχεκτικός. “Το παιδί είναι ακόμα ατάλικο για την ώρα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀτάλ(ι)κος -η -ο (ἀτάλλω-ἀταλὸς) = τρυφερός, εὐπαθής, εὔθραστος, χωρὶς ἀντοχήν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀτάλικος = ἀδύνατος, λεπτοκαμωμένος, εὐπαθής. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής