χαλκώνω
ραντίζω με χαλκό (=γαλαζόπετρα). Με διάλυμα θειικού χαλκού ραντίζουν τα αμπέλια και άλλα φυτά καλλιεργήσιμα. Επίσης με χαλκό ραντίζουν και το σιτάρι που φυλάγουν για σπόρο: Το χάλκωναν – λένε – για προφύλαξη του σπόρου από το κάρβουνο, μια επικίνδυνη ασθένεια των δημητριακών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαλκώνω (χαλκὸς) = ραντίζω μὲ διάλυμα θειϊκοῦ χαλκοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης