ατονάω
αδυνατώ, υποφέρω, καταπονούμαι.
“Ατόνησα να ανεβάσω το σακί απ΄τη σκάλα”, “Ατόνησα να τον πείσω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀτονάω (ἀ-τόνος) = ἀτονῶ, καταπονοῦμαι, ἀποκάμνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀτονάω = ἀποδυναμώνομαι, ἔχω ἀτονίσει (ἔχω χάσει τή δύναμή μου).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής