Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ατονάω

αδυνατώ, υποφέρω, καταπονούμαι.
“Ατόνησα να ανεβάσω το σακί απ΄τη σκάλα”, “Ατόνησα να τον πείσω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀτονάω (ἀ-τόνος) = ἀτονῶ, καταπονοῦμαι, ἀποκάμνω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀτονάω = ἀποδυναμώνομαι, ἔχω ἀτονίσει (ἔχω χάσει τή δύναμή μου).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.