Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Ηλία Π. Γαζή

βρεχτάρι -ια

όσπρια -κυρίως κουκιά- ξερά που τα ΄βαναν στο νερό αποβραδίς στο μόσκιο (=στο νερό) για να μαλακώσουν και να τα φάνε έτσι ωμά. Το έθιμο της Καθαρής Δευτέρας και της Μεγάλης Εβδομάδας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρεχτάρι -α /τὸ, τὰ/ (βρέχω) = ξηρὰ κουκιὰ διαβρεχόμενα ἐντὸς . . . Περισσότερα

βρυτσούλα (η) και βροτσίλα

μικρό εξάνθημα (κορφούλα) αλλεργικής ή άλλης αιτίας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρυτσοῦλα /ἡ/ (βρύον, βρύσις) = ἱδρωτικὸν ἐξάνθημα, δρωτσίλα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βρυτσούλα, βροτσίλα = ἐξάνθημα, ἑστία ἀπό μικρά σπυράκια πού σχηματίζεται στό σῶμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

βυζοπιάνω

θηλάζω για πρώτη φορά το αρνί ή το κατσίκι, το βάνω να βυζάξει στη μάνα του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Β(υ)ζοπιάνω (μυζάω-πιάζω) = κάμνω τὸ ἀρτιγέννητον βρέφος νὰ προσκολληθῇ εἰς τὴν μητρικὴν θηλὴν καὶ θηλάσῃ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βυζοπιάνω = πρωτοθηλάζω, βυζοπιάνω τό νεογέννητο . . . Περισσότερα

γ(ου)λός -ή, -ό

βραστερός μεστός εύπεπτος (επί οσπρίων). Πλανόδιοι πωλητές χλωρού ρεβιθιού στην αγορά της χώρας, διαλαλούν: “έχω γ(ου)λό ρεβίθι, γ΄λόοο”, δηλ μεστό. (γουλός) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γ(ου)λὸς -ὴ -ὸ (γλᾶγος, ἀγλαὸς) = εὐμεγέθης, τρυφερός, βλαστερός. (λέγεται ἐπὶ ὀσπρίων «γλὸ ρεβῦθι». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γουλό = . . . Περισσότερα

γαδούνι

Γαδούνι = μικρό λεκανάκι πού μοιάζει μέ πιάτο γιά τό φαγητό. βλ. και γαδίνι (το)

γαλατσίδα (η)

το φυτό “ευφόρβιον”, που μόλις το κόψεις βγάνει γαλακτώδη χυμό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαλατσίδα /ἡ/ (γάλα – Λ. acetum) = ποικιλία τοῦ σκιαδανθοῦς τοξικοῦ φυτοῦ «εὐφόρβιον» ἐκκρίνουσα γαλακτώδη χυμὸν κατὰ τὴν τομήν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γαλατσίδα = χόρτο πού ὅταν κόβεται ἀναδίνει σταλαγματιές . . . Περισσότερα

γαλουρίδια

Γαλουρίδια = 1. χαρούμενα γέλια καί λογάκια ἀπ᾿ τό μωρό, 2. μεταφ. ἐσύ μοῦ φαίνεται γαλουρίζεις (ἐσύ μοῦ φαίνεται παιδιαρίζεις). βλ. και γαλουρίζω

γάνα (η)

μουντζούρα, μαύρη σκουριά από το τηγάνι, και άλλα χαλκώματα. διαπόμπευση. Παροιμίες: “Άντρας ψηλός, απόστολος, κοντός πομπή και γάνα …”, “Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή  καραμαντάλω”. βρισιά μεταξύ γυναικών: “Μωρή γάνα, μωρή κίσσα” (η γάνα εδώ σημαίνει ανήθικη). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γάνα /ἡ/ (γανάω)(περιπεσὸν εἰς ἀντίθετον ἔννοιαν) . . . Περισσότερα

γατσούλι

το μικρό γατί, το γατάκι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γατσοῦλι /τὸ/ (γαλῆ, Ἰ. gattoline) = τὸ γατάκι, τὸ νεογνὸν τῆς γάτας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γατσούλι = τό μικρό γατάκι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Γατσοῦλλι, § τὸ νεογνὸν τῆς γάτας. Σημ. Ἡ . . . Περισσότερα

γέννα

Γέννα = τό αἰδοῖο, τό σημεῖο πού γεννοῦν τά ζῶα, λέγεται ἔτσι γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἄσεμνη λέξη, μπορεῖ νά τήν χρησιμοποιήσει κανείς σέ οἰκογενειακό κύκλο χωρίς νά θεωρεῖται ἄπρεπη.  

γεννητσούρια (τα)

τα γεννητούρια, η γέννηση του παιδιού. Τα γεννητούρια είναι η πραγματοποίηση της ευχής που δίνουν στους νιόνυμφους μετά το γάμο: “Και στα γεννητσούρια σας τώρα, κι από σερνικά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γεν(νη)τσούρια /τὰ/ (γέννησις) = τὸ χαρμόσυνον τοῦ τοκετοῦ, τὰ γεννητούρια. (εἰς τοὺς νεόνυμφους εὔχονται: . . . Περισσότερα

γεραμπής και γιαραμπῆς(ο)

ο Θεός, ο Κύριος της ζωής μας και της τύχης μας, το πεπρωμένο. Λέμε πχ. “Δόξα σοι ο Γεραμπής”, ικανοποιημένοι για κάποια ευτυχή έκβαση. Χρησιμοποιούμε όμως και αστειολογικά τη λέξη: Όπως τα φέρει ο Γεραμπής”, λέμε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γεραμπῆς καί Γιαραμπῆς/ὁ/ (Π.Τ. γὰ ράbbι) = . . . Περισσότερα

γεροντολούλουδο (το)

το άνθος μαργαρίτα, “λευκανθές το ετήσιον”. Μοιάζει με χαμομήλι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γεροντολούλ(ου)δο /τὸ/ = τὸ αὐτοφυὲς ἄνθος μαργαρίτα, ἡ ἀνθεμὶς ἡ Χία, τὸ λευκανθὲς τὸ ἐτήσιον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γεροντολούλουδο = μαργαρίτα πού μοιάζει μέ μεγάλο χαμομήλι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – . . . Περισσότερα

γίγκλα (η)

τρίχινη ταινία – ιμάντας, που περιζώνει το θώρακα του ζώου πίσω από τα μπροστινά του πόδια κι έτσι στερεώνει με ασφάλεια το σαμάρι στη ράχη του υποζυγίου. Η γίγκλα είναι εξάρτημα του σαμαριού. τρίχινη λουρίδα με την οποία δένουν τα ομόστοιχα πόδια του αλόγου (μια δεξιά – μια αριστερά) για . . . Περισσότερα

γιόμιση (η)

το γέμισμα του φεγγαριού από μέρα σε μέρα, το διαδοχικό μεγάλωμα, η Πανσέληνος, η περίοδος κατά την οποία γεμίζει το φεγγάρι. Σχετικά με τη γιόμιση ή την χάση του φεγγαριού, έχουν καταγραφεί στη Λευκάδα πολλές προλήψεις. Καταγράφονται μερικές: Όταν έχει πανσέληνο (λιόκριση το λένε)  δεν κάνει να βγαίνει κανείς έξω . . . Περισσότερα

γιός (ὁ)

σκουριά, ὀξείδωση. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου Γιός = σκουριά, ὀξείδωση. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

γιοτσάρω

Γιοτσάρω = ριγῶ, αἰσθάνομαι ψῦχος (σκιρτῶ ἀπ᾿ τό κρύο). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

γιώσιμο (το)

σκούριασμα κάλκινου ή σιδερένιου σκεύους. “Έγιωσαν τα κουτάλια μας, θέλουν καλάισμα” (τότε που χρησιμοποιούσαν σιδερένια κουταλοπήρουνα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης γιώσιμο (τό): σκούριασμα, ὀξείδωση, ἀποκασσιτέρωση χύτρας. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου Γιώσιμο = σκούργιασμα, ὀξείδωση, ἀποκασσιτέρωση χύτρας ἀπό χάλκημα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – . . . Περισσότερα

γκάρδης (ο)

το βλαστάρι του κρεμμυδιού, το σκαμπαύλι. η λεπτή βέργα από ξύλο ή καλάμι, που μπαίνει στην αντίστοιχη επιμήκη αυλακιά που έχει το αντί του σπιτικού αργαλειού και συγκρατεί τις άκρες των νημάτων. γκάρδης λέγεται και το κεντρικό βλαστάρι, ο καυλός, της δρακοντιάς. Ο Βαλαωρίτης (Αθανάσιος Διάκος, σχόλια) επισημαίνει: “Τίνες πιστεύουν ότι . . . Περισσότερα

γκερεμέζ(ι)

το κοπανόγαλο, το γάλα που μένει στην βούρτσα, μετά την αφαίρεση του βουτύρου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γκερεμέζ(ι) /τὸ/ (γάρος, Ἰ. garo-mezzo) = τὸ γάλα ποὺ ἀπομένει μετὰ τὴν ἀποβουτύρωσιν εἰς τὴν βοῦρτσα, τὸ κοπανόγαλο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γκερεμέζι = ξυλόγαλο (τό ἀπόγαλο πού . . . Περισσότερα

γκόρτσα

Γκόρτσα /ἡ/ (κόρυζα) = ἐπίχρισμα ρύπου, ἀκαθαρσία ἐκκριμμάτων, λύγδα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γκόρτσα = ἀκαθαρσία, λύγδα, εἶναι γκορτσασμένος (εἶναι λυγδιασμένος). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

γκρινιάς (ο)

ποικιλία σιταριού που ευδοκιμεί στη Λευκάδα – ανήκει στα λεγόμενα ξηρά σιτάρια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γκρινιᾶς /ὁ/ (Ἀλ. γρύνjε) = ποικιλία σίτου καλλιεργουμένη ἐν Λευκάδι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γκρινιάς = ποικιλία σιταριοῦ. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής βλ. και γρινιάς (ο)

γομάρι (το)

ο γάιδαρος και μεταφορικά ο άνθρωπος ο ασυνεπής, ο ασυνείδητος, ο αμετανόητος, ο βλάκας. “Ασ΄τον αυτόν, είναι γομάρι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γομάρι /τὸ/ (γόμος, γομόω Ἀλβ. γομάρε-jα) = ὄνος, γάϊδαρος, ὑποζύγιον φόρτου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γομάρι = γαϊδούρι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – . . . Περισσότερα

γόμπι (το)

το πύον, όμπυον. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γόμπι /τὸ/ = ἔμπυον, πῦον, ὄμπιο. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Το γόμπι. Πύον, παρώνυμο της λέξης ποιόν. Από το αρχαίο πύθω (σαπίζω) η λέξη πύον. Στο χωριό λέμε “γόμπιασε το σπύρι” (έπιασε πύον). Από το ουδέτερο του . . . Περισσότερα

γούπατο (το)

περιοχή που βρίσκεται χαμηλότερα  από τα γύρω της, γούβα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γούπατο /τὸ/ (γῆ-πατέω -ῶ, κύπη;) = περιοχὴ χθαμαλωτέρα τῶν πέριξ, βαθύπεδον, λεκανοπέδιον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης γούπατο: ἐπίπεδο κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου Από . . . Περισσότερα

γουρμπούλι (το)

γογγύλι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γουρμποῦλι /τὸ/ (Ἀλ. γρούμbουλε) = σφαίρωμα, στερεὰ πύκνωσις ἐντὸς μαλακοῦ ἢ παχυρεύστου περιβάλλοντος, διωγκωμένος ἀδήν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Γουρμπούλι = σκληρό ἐξόγκωμα (λίπωμα ἀπό λιπώδη ἰστό). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής βλ. και γρομπούλι

γούτσι-γούτσι

μαύλισμα σε χοίρους Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γοῦτσι (Ἀλ. γοῦτσ-ι) = ἀποδιωκτικὴ παρακέλευσις πρὸς χοῖρον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γούτσι = διώξιμο χοίρου, ἀλλά καί βρισιά ὅπως (ρέ οὔστ ἀπ᾿ ἐδῶ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

γραίνω

ξανοίγω τα μαλλιά προβάτου, για να κάμω τουλούπες για γνέσιμο. Αυτό γινόταν με τσιγκριά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γραίνω = ξαίνω ἔριον μὲ τσιγκριὰ Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γραίνω = ξεμπερδεύω μαλλί, ἡ πρώτη ἐπεξεργασία μαλλιῶν προβάτων πού γίνεται μέ τά χέρια, (ξαίνω μαλλί γιά . . . Περισσότερα

γριτσίπι (το)

τόπος σκληρός και άγονος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γριτσίπι = ἔδαφος ἄγονο καί σκληρό. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

γρουμπανάω, γουρμπανάω και γρομπανάω

δίνω αλλεπάλληλες γροθιές σε κάποιον. “Κάτσε καλά, θα σε γρουμπανήσω” μεταφορικά: “Αυτά τα αχλάδια είναι άγουρα, κειο δεν γρουμπανιώνται”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γρουμπανάω καί  γουρμπανάω (Ἰ. groppone) = κτυπῶ διὰ γρόνθων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Γρουμπανιά (και με αναγραμματισμό . . . Περισσότερα