Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγλύκαντος (ο)

αυτός που δεν έχει γλύκα, που δεν δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα (γλύκα) στο περιβάλλον του, αυτός που δεν απήλαυσε την γλύκα της ζωής.
Η λέξη όμως λέγεται κυρίως χαϊδευτική ή και ως κατάρα στα μικρά παιδιά. “μωρέ αγλύκαντο”.

φαρμάκι αγλύκαντο μες το λαιμό μου…
Αρ. Βαλαωρίτης – Αστραπόγιαννος, Στ. 23

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγλύκαντος -η -ο:  (ἀ-γλυκαίνω) = ὁ μὴ γλυκαίνων τὸ περιβάλλον του, ὁ ὑπαίτιος πικριῶν, ὁ μὴ γευθεὶς γλυκασμὸν εἰς τὴν ζωήν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.