αδειανός (ο)
άδειος, εύκαιρος.
παροιμίες: “αδειανός καλόγηρος …” και “αδειανός καλόγηρος έδενε κι έλυε τα βρακιά του”/ “Τ΄αδειανά βαγένια βροντάνε περισσότερο” – “Αδειανή νοικοκυρά παραχέρι του χωριού”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀδειανὸς -ὴ -ὸ: (ἀ-δέω) = κενός, εὔκαιρος, χωρὶς ἀπασχόλησιν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀδειανὸς § κενός. Μ. εὔκαιρος, ὁ ἐν ἀργίᾳ διάγων· Π. ἀδειανὸς καλόγερος ἔγραφε κι᾿ ἀπέγραφε (ἴδ. Παροιμ. 30).
Σημ. Ἐκ τοῦ ἄδειος· τοῦτο δ᾿ ἐκ τοῦ ἀδειὴς (= ἀδεής)· ἡ δὲ κατάληξις -α-νός, ἐγένετο κατὰ τὰ Ἰουλιανός, πευκηνός, ἐκ τοῦ Ἰούλιος, πεύκη.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου