κ΄φό (κουφό) (το)
ο ποντικός.
“Δεν γλιτώνουμε από τα κφά, πρέπει να πάρομε κι άλλη γάτα”. Οι παλιότεροι Λευκαδίτες στα χωριά έβαναν τα καρβέλια με το ψωμί σε μεγάλα στρογγυλοειδή κοφίνια, τις λεγόμενες μαλάθες, που δέχονταν επιθέσεις ποντικών από τις στέγες. Γι΄ αυτό, για να αποφεύγουν τα κουφά, κρεμούσαν τις μαλάθες, σκεπασμένες με τα κουπώματά τους, απ΄ τα ματέρια της οροφής με σιδερένια βέργα, και πάνω απ΄ το πλεχτό κούπωμα της μαλάθας τοποθετούσαν μια γλιστερή λαμαρίνα, κυρτή, ώστε τα κουφά που κατεβαίναν από τη στέγη, χρησιμοποιώντας το κρεμαστήρι, να γλιστρούν και να πέφτουν στο πάτωμα, όπου παραφύλαγαν και τ΄ άρπαζαν οι γάτες.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄27: “Ήρθε στην κόκκινη εκκλησιά εξήντα χρόνους πίσω / ένας σοφός καλόγερος, φευγάτος απ΄ την Πόλη … / Στο πρόσταγμά του τα κουφά, εφεύγαν, οι ακρίδες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)φὸ (κυφὸς) = ποντικὸς μικροσώμου εἴδους.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κουφά (τα). Προφέρουμε “κφα”. Τα ποντίκια. Και ο Βαλαωρίτης στο Φωτεινό (2, 27) “στο πρόσταγμά του τα κουφά εφεύγανε”.
Κουφό = τό ποντίκι.