αγκουσεύω ή αγγουσεύω -ομαι
προκαλώ στεναχώρια και θλίψη σε κάποιον. Θλίβομαι και στενοχωριέμαι.
“μην αγγουσεύεις το παιδί”
Άγγελος Σικελιανός: Χωριάτικος γάμος”η βοή σα μιας γελάδας, που αγκουσεύει το περίσσιο γάλα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγκ(ου)σεύω – ομαι: (ὄγκος, ἄγχος, Ἰ. angoscia) = θλίβω, λυπῶ, στενοχωρῶ, θλίβομαι, λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
από το αγκούσα (βλ.λ.) + -εύ-ω (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ρημάτων)
(Π.Γ. Κριμπάς)