αγκωνάρι (το)
- γωνία τοίχο οικοδομής, γωνιακό πελεκημένο λιθάρι, συνήθως παραλληλόγραμμο που χτίζεται στις γωνίες των οικοδομών.
- ογκώδες λιθάρι: “Σήκωσε ξαφνικά ένα αγκωνάρι και τον χτύπησε”
- οι τέσσερις γωνίες των οικοδομών: “τ΄ αγκωνάρια του σπιτιού”
Παροιμία: Τοίχος δίχως θέμελα, τι τα θέλει τα αγκωνάρια;
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγκωνάρι: /τὸ/ (ἀγκών) = γωνία τοιχοποιΐας ἤ οἰκοδομῆς, γωνιόλιθος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ἀγκωνάρι (τό): πελεκητή πέτρα στήν γωνία τοῦ ἐξωτερικοῦ τοίχου τῶν σπιτιῶν, μέ προεξοχή 2-3 πόντους, ἀγκών.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ετυμολογική σημείωση:
Όχι απευθείας από το ἀγκών (> αγκώνας), αλλά μέσω του παραγώγου του, αγκωνή (βλ.λ.), σε σύνθεση με το (αρχικά υποκοριστικό) ονοματικό επίθημα -άρ-ι (< αρχ. ελλ. -άριον).
(Π.Γ. Κριμπάς)