Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκωνάρι (το)

  1. γωνία τοίχο οικοδομής, γωνιακό πελεκημένο λιθάρι, συνήθως παραλληλόγραμμο που χτίζεται στις γωνίες των οικοδομών.
  2. ογκώδες λιθάρι: “Σήκωσε ξαφνικά ένα αγκωνάρι και τον χτύπησε”
  3. οι τέσσερις γωνίες των οικοδομών: “τ΄ αγκωνάρια του σπιτιού”

Παροιμία: Τοίχος δίχως θέμελα, τι τα θέλει τα αγκωνάρια;

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγκωνάρι:  /τὸ/ (ἀγκών) = γωνία τοιχοποιΐας ἤ οἰκοδομῆς, γωνιόλιθος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


ἀγκωνάρι (τό): πελεκητή πέτρα στήν γωνία τοῦ ἐξωτερικοῦ τοίχου τῶν σπιτιῶν, μέ προεξοχή 2-3 πόντους, ἀγκών.

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Ετυμολογική σημείωση:
Όχι απευθείας από το ἀγκών (> αγκώνας), αλλά μέσω του παραγώγου του, αγκωνή (βλ.λ.), σε σύνθεση με το (αρχικά υποκοριστικό) ονοματικό επίθημα -άρ-ι (< αρχ. ελλ. -άριον).

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.