αγνό -ά
(τα αγνά) = τα χταπόδια, οι σουπιές και γενικά όλα τα θαλασσινά μαλάκια που τρώγονται.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγνὰ: /τὰ/ (ἀγανός,Ἰ. anguinaria) = ὅλα τὰ τρωγόμενα θαλάσσια μαλάκια (σουπιές, χταπόδια, καλαμάρια κ.λ.π.).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
Η λέξη δεν έχει σχέση με το ἀγανός, αλλά είναι η ίδια η σημερινή λέξη αγνός, επειδή αυτά τα μαλάκια θεωρούνταν αγνά για να καταναλωθούν τις μέρες της νηστείας (επειδή δεν έχουν κόκκινο αίμα όπως π.χ. τα θηλαστικά και τα ψάρια, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι δεν είχαν αίμα).
(Π.Γ. Κριμπάς)