αγλείφω -ομαι
- αποσπώ με την γλώσσα μου υπολείμματα λιχουδιών, σιροπιών, μελιού κλπ. “τα ποντίκια αγλείφουν τα πάντα”, “να τρως και ν’ αγλείφεις τα δάχτυλα σου”.
- η γάτα αγλείφεται από τον νοτιά, θα βρέξει
- επί υπόπτου κέρδους σε ανθρώπους με χαλαρή συνείδηση: “κάτι θα αγλείψουμε και εμείς…”, “θα αγλείψεις και εσύ κάνα κόκκαλο”
- φράση κοινή: “έρποντας και αγλείφοντας και με τα κέρατα μου…”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
_______________________________________________________________________________________________
Ἀγλείφω: (ἐκ-λείχω, γλύφω) = ἀποσπῶ ὑπολείμματα καρυκεύματος ἤ σιροπίου διὰ τῆς γλώσσης ἤ τῶν χειλέων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
Η μόνη ορθή ετυμολόγηση από τις παραπάνω προτεινόμενες είναι από το αρχ.ελλ. ἐκλείχω. Το γλύφω (= λαξεύω, σκαλίζω, πβ. γλυπτό) είναι ετυμολογικά και σημασιολογικά άσχετο.
(Π.Γ. Κριμπάς)