Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγπανωφούσκι (αγουπανωφούσκι) ή φ΄σκούνι (το)

αρχαία υπουρίς.

Διπλή δερμάτινη λουρίδα στο πίσω μέρος του σαμαριού, με κυκλική απόληξη, μέσα από την οποία περνάει η ουρά του ζώου για να συγκρατεί το σαμάρι στον κατήφορο.
(βλ. φ΄σκούνι)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγ(ου)πανωφοῦσκι:  /τὸ/ (ἀπό, ἐπὶ- ἄνω –  Τ. Κουσκούν, Ἰ. fusciacco) = ὑπούραιον, τὸ περιβάλλον τὴν οὐρὰν τοῦ ὑποζυγίου ἀγκυλωτν λωρίον ποὺ συγκρατεῖ τὸ σάγμα εἰς τὸν κατήφορον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
Από το αγ’πάνου (βλ.λ.) + φούσκι (αγνώστου ετύμου, ίσως όμως συνδέεται συνεκδοχικά με τον ναυτικό όρο φούσκος, που ο Κριαράς ορίζει ως «σκοινένιο μπαλόνι που προστατεύει το καράβι στις προσκρούσεις», οπότε ανήκει στην ίδια ετυμολογική οικογένεια με τα φούσκα, φουσκώνω, φουσκί).

Ο τύπος φ’σκούνι (βλ.λ.) από το φουσκούνι (< φούσκι + ονοματικό επίθημα –ούν-ι, πβ. σκαλτσούνι) με αποβολή άτονου /u/ λόγω ημιβόρειου φωνηεντισμού της Λευκαδίτικης.

Τα ιτ. fusciacco και τουρκ. kuskun είναι ετυμολογικώς άσχετα.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.