Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκωνή (η)

γωνία, άκρη κάποιου πράγματος.
“κι όταν ο γέρος μάντης / εξάνοιξε την αγκωνή (τις πλάτης αρνιού) μελαχρινή λουρίδα
που πρόβαινε σαν σερπερό, του θόλωσαν τα μάτια / … κι εκόπηκε η φωνή του” Αρ. Βαλαωρίτης: Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄, στ. 109
Ακόμα λέμε, “μια αγκωνή ψωμιού, πίτας κλπ.”, επίσης “εσύ κάτσε στ΄ ν΄ αγκωνή σου και σώπαινε”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγκωνὴ:  /ἡ/ (ἀγκών) = γωνία, ἄκρον, καμπή.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ἀγκωνή (ἡ): γωνία, ἄκρο ( ἀγκών).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Ἀγκωνή = γωνία, ἀγκωνάρι.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ετυμολογική σημείωση:
Ήδη μσν. ἀγκωνή.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.