Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγύριγος – αγύρ΄γος (ο)

  1. αυτός που δεν γυρίζει άλλο πίσω.
    φράσεις: “Άει στον αγύρ΄γο!” και “δανεικό κι αγύρ΄γο”.
  2. ο ισχυρογνώμων: “Είναι αγύρ΄γο κεφάλι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγύρ(ι)γος -η -ο:  (ἀ-γυρόω) = ὁ μὴ ἐπιστρέφων, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος, ἀνεπίστρεπτος.

«πάει στ’ ἀγύργο, δανεικὸ κι’ ἀγύργο».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀγύριγο = ἀγύριστο, χωρίς γυρισμό, στόν ἀγύριστο νά πάει, (στόν ἀγύριστο νά πάει).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Άγύριγο, § ἀνεπίστρεπτον.

Χρώμεθα τῆς λ. ἐπὶ ἀρᾶς: νὰ πᾶς ᾿ς τ᾿ ἀγύριγο = νὰ χαθῇς διὰ παντός·

καὶ παροιμιωδῶς δανεικὸ κι ἀγύριγο ἐπὶ τῶν εἰς μάτην ἐλπιζόντων νὰ λάβωσιν ὅ,τι ἐδάνεισαν.

Σημ. Ἐκ τοῦ στερητ. Α καὶ γύρος = κύκλος, ἐπιστροφή.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Ετυμολογική σημείωση:
Ορθότερα, από το στερητικό α- + γυρίζω (το γυρίζω, με τη σειρά του, από το γύρος) + ονοματικό επίθημα -γος (πβ. ΝΕΚ ανήλιαγος).

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.