αγύριγος – αγύρ΄γος (ο)
- αυτός που δεν γυρίζει άλλο πίσω.
φράσεις: “Άει στον αγύρ΄γο!” και “δανεικό κι αγύρ΄γο”. - ο ισχυρογνώμων: “Είναι αγύρ΄γο κεφάλι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγύρ(ι)γος -η -ο: (ἀ-γυρόω) = ὁ μὴ ἐπιστρέφων, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος, ἀνεπίστρεπτος.
«πάει στ’ ἀγύργο, δανεικὸ κι’ ἀγύργο».
Ἀγύριγο = ἀγύριστο, χωρίς γυρισμό, στόν ἀγύριστο νά πάει, (στόν ἀγύριστο νά πάει).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Άγύριγο, § ἀνεπίστρεπτον.
Χρώμεθα τῆς λ. ἐπὶ ἀρᾶς: νὰ πᾶς ᾿ς τ᾿ ἀγύριγο = νὰ χαθῇς διὰ παντός·
καὶ παροιμιωδῶς δανεικὸ κι ἀγύριγο ἐπὶ τῶν εἰς μάτην ἐλπιζόντων νὰ λάβωσιν ὅ,τι ἐδάνεισαν.
Σημ. Ἐκ τοῦ στερητ. Α καὶ γύρος = κύκλος, ἐπιστροφή.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
Ορθότερα, από το στερητικό α- + γυρίζω (το γυρίζω, με τη σειρά του, από το γύρος) + ονοματικό επίθημα -γος (πβ. ΝΕΚ ανήλιαγος).
(Π.Γ. Κριμπάς)