Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ατσαλιά (η)

ακαταστασία, ακαθαρσία, αναστάτωση.
“Μου ΄καμες μεγάλη ατσαλιά” – “Φέραμε λάδι από το λιτρουβειό και κάναμε ατσαλιά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀτσαλιὰ /ἡ/ (Ἀλ. adshaλjὲ) = ἀτασθαλία, ἀκαταστασία, ἀταξία, ρυπαρότης.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.