ξελακάω και ξελακίζω
διώχνω κάποιον, να φύγει μακριά. “Τον εξελάκισα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξελακάω –ίζω (ἐκ-λακίζω) = ἀποδιώκω, ἀπομακρύνω βιαίως, καταδιώκω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Λέμε και ξελάκου. Δεν έχει σχέση με λάκκους. Αλλά με το αρχαίο ρήμα λακώ, και λακίζω (συνήθως στον αόριστο). Σημαίνει φεύγω τρεχάτος (τον ξε-λάκησε, τον έδιωξε βίαια. Ο γλωσσολόγος καθηγητής Μπαμπινιώτης το ετυμολογεί από το λακίς, που σημαίνει σχίζω, ξεσχίζω, ενώ λακίζω, την κοπανάω. Η Καινή Διαθήκη για την περίπτωση του Ιούδα χρησιμοποιεί τον τύπο ελάκησε, δηλ. έσκασε μετά την προδοσία. Τελικά το δικό μας λακώ, είναι ρήμα, όπως το λέμε, μεταβατικό, σημαίνει με την πρόθεση εκ(ξε) διώχνω κάποιον βιαίως, κι όπου φύγει φύγει.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ξελακάω = διώχνω βίαια κάποιον, ξελακάω τά ζῶα (διώχνω τά ζῶα μακριά).