Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξελακάω και ξελακίζω

διώχνω κάποιον, να φύγει μακριά. “Τον εξελάκισα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξελακάω –ίζω (ἐκ-λακίζω) = ἀποδιώκω, ἀπομακρύνω βιαίως, καταδιώκω.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Λέμε και ξελάκου. Δεν έχει σχέση με λάκκους. Αλλά με το αρχαίο ρήμα λακώ, και λακίζω (συνήθως στον αόριστο). Σημαίνει φεύγω τρεχάτος (τον ξε-λάκησε, τον έδιωξε βίαια. Ο γλωσσολόγος καθηγητής Μπαμπινιώτης το ετυμολογεί από το λακίς, που σημαίνει σχίζω, ξεσχίζω, ενώ λακίζω, την κοπανάω. Η Καινή Διαθήκη για την περίπτωση του Ιούδα χρησιμοποιεί τον τύπο ελάκησε, δηλ. έσκασε μετά την προδοσία. Τελικά το δικό μας λακώ, είναι ρήμα, όπως το λέμε, μεταβατικό, σημαίνει με την πρόθεση εκ(ξε) διώχνω κάποιον βιαίως, κι όπου φύγει φύγει.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ξελακάω = διώχνω βίαια κάποιον, ξελακάω τά ζῶα (διώχνω τά ζῶα μακριά).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


 Ξελακίζω: (εκ+λακτίζω) ή λακτίσσω = εκδιώχνω, απομακρύνω δια του ποδός, κλωτσώ, και λάκτισμα είναι η κλωτσιά (έκφραση «πύξ λάξ»).Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.