Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγναντεύω

βλέπω από ψηλά ή από απόσταση κάτι.
Παρατηρώ, επισκοπώ. “Αγναντεύω από την αυλή μου…”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγναντεύω:  (ἀνὰ-ἀντέω) = θεῶμαι ἐξ ἀποστάσεως ἤ ἀφ’ ὑψηλοῦ, παρατηρῶ μακρόθεν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀγναντεύω § μακρόθεν καὶ ἀντίον ἱστάμενος παρατηρῶ. ΚΝ.

Σημ.Ἐκ τοῦ Ἔναντα (Σύλλ. 1. 3).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Ετυμολογική σημείωση:
Όχι από το «ἀνὰ-ἀντέω», αλλά από το αγνάντια (βλ.λ.) και το ρηματικό επίθημα -εύ-ω.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.