αδειάζω
- ευκαιρώ, εκκενώνω κάτι, δεν είμαι απασχολημένος:
“άδειασε το νερό απ΄ την βαρέλλα, να φέροομε φρέσκο”. - “Όταν αδειάσω θα έρθω” – “Που να αφήσουν εμένα τα βάσανα ν΄ αδειάσω!” – και περιφρονητικά: “Δεν αδειάζω!” – “Δεν αδειάζω ούτε να πεθάνω …” – “Δεν αδειάζω ούτε να ξυστώ.”
- “Άδειασε μας τη γωνιά”.
Όταν θέλομε να απομακρύνομε κάποιον: “Άδειασέ μας τα πιάτα” αστεϊσμός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
___________________________________________________________________________________________________________________
Ἀδειάζω: (ἀ-δέω) = ἐκκενῶ, εὐκαιρῶ, δὲν ἀπασχολοῦμαι ὑπό τινος ἀνάγκης. «δὲν ἀδειάζω» = δὲν εὐκαιρῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης