Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αδέξος (ο)

αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανεπαρκής: “αδέξιος νοικοκύρης”. – “Τι αδέξο παιδί είναι;” = άσκημο παιδί είναι, ανεπρόκοφτο και δεν κάνει για γαμπρός.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀδέξος -α -ο: ἀδέξιος, ἀνεπιτυχής, ἀσύμφορος, ἀνεπαρκής.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
εδώ βλέπουμε το γνωστό λευκαδίτικο (αλλά και ιθακήσιο και βορειοκεφαλονίτικο) φαινόμενο της έκκρουσης του άτονου /i/ ανάμεσα σε συριστικό και φωνήεν

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.