Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγερισά (η)

η εξαφάνιση κάποιου χωρίς λόγο, ξαφνικά. “Πάει στ’ ν’ αγερ(ι)σά” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγερ(ι)σὰ: /ἡ/ (ἀ-γυρόω) = ἀναχώρησις ἀνεπίστρεπτος, ἐξαφάνισις. «πάει στν ἀγερσά». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το αγέρας  (για ετυμολογία βλ.λ. αγερικό) (Π.Γ. Κριμπάς)

αγιανιάνω

αντέχω, υπομένω. Φράση: πως σ΄αγιανάνε, δεν ξέρω = πως σε αντέχουν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: ίσως από το τουρκ. dayanmak (= αντέχω, υπομένω), από τον αόριστο του οποίου (: dayandιm) και το γνωστό νταγιαντάω/-ώ/-ίζω, με αποβολή του αρχικού [d] λόγω επανανάλυσης αντωνυμικών φράσεων (π.χ. *νταγιανιάνω . . . Περισσότερα

αγιασμός (ο)

το βότανο, η μέντα η μυριστική και η ιαματική. “το ζουμί του να το πίνει με ξύδι, κρατεί το αίμα από κάτω, σκοτώνει τις λεβίθες”. Χειρόγραφο γιατροσόφι.

άγιατρος -η, -ο

ο βαριά χτυπημένος, ο πολύ λερωμένος. “μ΄ έκαμε απ΄ τις λάσπες, άγιατρο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης και αγιάτρος /θα γίνει/:  (μτφρ) θα λερωθεί πολύ (κρλ) δε θχ ΄χει γιατρεμό Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε Ετυμολογική σημείωση: από το δεσμευμένο στερητικό μόρφημα . . . Περισσότερα

αγιόκλημα (το)

φυτό αναρριχώμενο του κήπου και του αγρού. Αναδίνει εξαίσια και λεπτή ευωδιά, βγάζοντας άνθη άσπρα, κυρίως, αλλά και κόκκινα. Δεν λείπει από κανέναν περιποιημένο κήπο ή περιβόλι στην Λευκάδα, με παράδοση αιώνων, όπως και πολλά άλλα “παραδοσιακά λουλούδια”. “όπου επρασίνιζε πυκνός ο νύλακας, το μύρτο/τ΄αγιόκλημα, η μελετινή…” Αρ. Βαλαωρίτης – . . . Περισσότερα

αγιομαυρίτης -ισσα

ο κάτοικος της Αγίας Μαύρας (Λευκάδα). βλέπε “μπουρανέλλος” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἁγιομαυρίτ(η)ς -σα:  = ὁ ἐκ τῆς πόλεως Ἁγίας Μαύρας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγιούλι (το)

το φυτό ίον το εύοσμον. Δημοτικό τραγούδι: “αγιούλια είν΄τα μαλάκια σου κι όθε και αν πας μυρίζουν όθε περάσεις και σταθείς, αντρόγενα χωρίζουν” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Άγιοῦλι:  /τὸ/ = ἴον, μανουσάκι, μενεξές. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγιοῦλλι § τὸ ἴον. Σημ. Ἐγένετο ἐκ τοῦ . . . Περισσότερα

αγιουλιά (η)

το φυτό που παράγει τ’ αγιούλια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγιουλιὰ:  /ἡ/ = τὸ φυτὸν ποὺ παράγει τὸ «ἀγιούλι». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το αγιούλι (βλ.λ.) + -ι-ά (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ουσιαστικών που δηλώνουν φυτά, πβ. ροδακινιά, αμυγδαλιά κ.ά.) (Π.Γ. Κριμπάς)

ἀγιουλίζω ἢ ἀϊουλίζω

Ἀγιουλίζω ἢ Ἀϊουλίζω § στίλβω, λάμπω. Π. ἀγιουλιάζουν τὰ ῥοῦχά σου = λάμπουσι. Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. αἰολίζω. Τί δὲ εἰπεῖν περὶ τῆς διαλύσεως τῆς διφθόγγου Ἄϊ; Ταύτην ἀπαντῶμεν καὶ εἰς ἄλλας λέξεις, οἷον χαϊδεύω, γάϊδαρος κτλ. (ἰδ. Ϊ ἡδύφ.), εἰς ἃς φαίνεται ὅτι τὀ Ι παρενεβλήθη λόγὼ ἡδυφωνίας, καθότι . . . Περισσότερα

αγιουλίσιος -α, -ο

έχει το χρώμα του αγιουλιού. “μελάνη αγιουλίσια”. “αγιουλιά εσαλεύανε του λιναριού τα πεύκια (υφαντά) κάτω” Άγγελος Σικελιανός: Αλαφροΐσκιωτος, 824 Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: από το αγιούλι (βλ.λ.) + -ίσι-ο-ς/-ήσι-ο-ς (< λατ. -ens-i-s, δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής επιθέτων) (Π.Γ. Κριμπάς)

αγιουτάρω

βοηθώ βλ. αϊτάρω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: ο τύπος αγιουτάρω προέρχεται από το ιταλ. aiutare, ενώ ο τύπος αϊτάρω από το βενετ. aidar (Π.Γ. Κριμπάς)

ἀγιοῦτο (ἀϊοῦτο)

αγιούτο = βοήθεια. “δώστε του ένα αγιούτο να ξελασπώσει το κάρο” – “δώστε του ένα αγιούτο μη λάχει και αλλάξει δρόμο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγιοῦτο (ἀϊοῦτο):  /τὸ/ (Ί. aiuto) = αὐτοπρόσωπος καὶ ἄμεσος βοήθεια, συναρωγή, ἐνίσχυσις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγκαθός (ο)

κομμάτι καρβελιού, αγκαθωτό και από γωνία. “φάγε αγκαθό να σ’ αγαπάει η πεθερά σου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκαθὸς:  /ὁ/ (ἀ – κανθός, ἄκανθα) = τεμάχιον ἄρτου «καρβελιοῦ» κοπτόμενον ἐλλειψοειδῶς ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴν περιφέρειαν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Από την αρχαία λέξη κανθός με . . . Περισσότερα

ἀγκαστριὰ

Ἀγκαστριὰ:  /ἡ/ (ἐν-γαστὴρ) = ἐγκυμοσύνη, κυοφορία. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: όχι απευθείας από το ἐν + γαστὴρ, αλλά από το ρήμα αγκαστρώνω (βλ.λ.) + –ιά (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ουσιαστικών, πβ. πετριά, ψαριά κ.ά.) (Π.Γ. Κριμπάς)

ἀγκαστρώνω

Ἀγκαστρώνω:  (ἐν-γαστήρ, γαστρόω) = γονιμοποιῶ θῆλυ (τὸ κάμνω ἔγκυον). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγγαστρόνω § ἔγγυον ποιῶ. Κ.Ν. Σημ. Ἐκ τοῦ ἐγγαστρόω (Σύλλ. Ι. ΙΙ.). Ὁ Βυζάντιος γράφει ἐγγαστρόνω καὶ Γκαστρόνω. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου Ετυμολογική σημείωση: το αγκαστρώνω δεν προήλθε απευθείας από το ἐν + γαστὴρ, ούτε από . . . Περισσότερα

ἀγκελοκρούζω

Ἀγκελοκρούζω:  (ἀκίς, ἀγκύλη) = πλήσσω διὰ νύσσοντος ὀργάνου, κεντρίζω μὲ βελόνην, ἄκανθαν κ.τ.ὅ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: η ορθογράφηση αγκελοκρούζω φαίνεται να οφείλεται σε παρετυμολόγηση του Λάζαρη με αφετηρία το λευκ. ρήμα αγκελώνω (< αγκυλώνω < αγκύλη), βλ.λ. αγγελοκρούζω και τα παράγωγά του, άρα δεν έχει καμία . . . Περισσότερα

ἀγκελοκρούξιμο

Ἀγκελοκρούξιμο =Βίαιο καί ὀδυνηρότατο κέντρισμα, ὅπως ἀπό σκορπιό, ἀλλά καί ἀπό ὁποιοδήποτε αἰφνίδιο πλῆγμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ετυμολογική σημείωση: βλ. λ. αγκελοκρούζω (Π.Γ. Κριμπάς)

αγκελώνω ή αγκυλώνω

κεντώ κάποιον με μυτερό αντικείμενο, βελόνι, αγκάθι κλπ. “πήγα να κόψω ένα τριαντάφυλλο και αγκελώθηκα”, “έκοβα βάτα και αγκελώθηκα”. Μεταφορικά: “τα λόγια αγκέλωσαν την καρδιά μου”, “τα αγκάθι που αγκελώνει δεν φαίνεται (για τους ύπουλους που μας κάνουν κακό αναπάντεχα και αιφνίδια)”, “η αγάπη είναι αγκάθι π’ αγκελώνει την καρδιά . . . Περισσότερα

αγκερίδα

Λεπτός κορμός νεαρού κυπαρισσιού που το αποφλοίωναν και το χρησιμοποιούσαν για το ράντισμα της ελιάς. Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά Ετυμολογική σημείωση: είτε: α) από υποκοριστικό τύπο *αγκυρίς > άγκυρα με στένωση του [i] > [e] λόγω του επόμενου [r] (πβ. πληρώνω > πλερώνω, άχυρο > άχερο) ή – λιγότερο πιθανό . . . Περισσότερα

αγκερίδι (το)

μικρή βελόνα πλεξίματος με αγκιστροειδή άκρη (αιχμή). Με το αγκερίδι, πλέκουν δαντέλες, μπέρτες κ.α. πλεκτά ενδύματα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκερίδι:  /τὸ/ (ἀγκυρίδιον) = βελονάκι κεντήματος μὲ κυρτὴν αἰχμήν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγκερίδι = βελονάκι κεντήματος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

αγκίδα (η)

βελονοειδής, μικρή σκίζα ξύλου που απρόβλεπτα μας τραυματίζει. “μου τρύπησε το δάχτυλο μια αγκίδα στο πάτωμα” Μεταφορικά: ο πονηρός, ύπουλος και ραδιούργος, που μας ρίχνει σε έριδες. “είναι κακή αγκίδα ελόγου του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκίδα:  /ἡ/ (ἀκίς) = ἄκανθα, αὶχμή, ἄνθρωπος ραδιοῦργος προκαλῶν διενέξεις. . . . Περισσότερα

αγκινάρα (η)

το γνωστό φυτό και το άνθος του. “Αγκινάρα με τ’ αγκάθια και με τα πολλά σου τ’ άνθια” Δημοτικό τραγούδι Με την αγκινάρα οι παλιές Λευκαδίτισσες έκαναν διάφορες μαγγανείες, για ν΄ ανοίξει η μοίρα τους. Έτσι για να ανοίξει η μοίρα ενός κοριτσιού παίρνει μια αγκινάρα, την βάζει κρυφά πάνω . . . Περισσότερα

ἀγκίστρι (τό)

κατακόρυφα μεγάλα σίδερα μήκους ἑνός περίπου μέτρου καί πλάτους 10 –12 ἑκ., πού ἐτοποθετοῦντο κάθετα πρός τόν τοῖχο, στήν ἐξωτερική πλευρά τοῦ τοίχου μεταξύ τῶν ἀνοιγ­­μά­των καί παραθύρων. Ἀγκίστρωναν καί συγκρα­τοῦ­σαν τά πατωμάτερα τοῦ α΄ ὀρόφου μέ τήν λίθινη ὑποδομή τοῦ ἰσο­γείου. Λέγονταν καί λάμες.

αγκλέορας (ο)

το καλαμοειδές φυτό ελλέβορος. Απ΄τα σπέρματα του, παρασκεύαζαν παλιότερα καθαρτικό. Λέγεται κοινώς γαλατσίδα και σκάρφη. “ο ελλεβόρος λέγεται και σκάρφη” (Από παλιό γιατροσόφι). Στην Λευκάδα λέγεται και υβριστικά πχ. “δεν βγάνεις τον αγκλέορα;” , “έφαγες τον αγκλέορα”. Κατάρα: “να βγάλεις τον αγκλέορα, Παναγιά μου” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

αγκλιδέρα (η)

μακρύ ξύλο σαν λούρος με άγκιστρο στο πίσω χοντρότερο μέρος, φυσικό ή τεχνικό, που με αυτό κατά τον κλάδο τραβούσαν απ΄ της ελιές ή άλλα καρποφόρα δέντρα τα ξερόκλαδα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκλιδέρα:  /ἡ/ (ἀγκύλη) = μακρὰ εὔκαμπτος ράβδος μὲ ἄγκιστρον διακλαδισμοῦ παρὰ τὴν λαβὴν . . . Περισσότερα

αγκλίτσα ή γκλίτσα (η)

ποιμενική ράβδος, με πρόσθετη τεχνητή, (σκαλιστή) λαβή,  κεφαλή την οποία ο βοσκός συχνά χρησιμοποιούσε, αντιστρέφοντας την γκλίτσα, να πιάνει από το πόδι τα ζώα που απομακρύνονταν από το κοπάδι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκλίτσα:  /ἡ/ (ἀγκύλη) = ποιμενικὴ ράβδος μὲ πρόσθετον τεχνικὸν ἄγγιστρον κατὰ τὴν λαβὴν . . . Περισσότερα