Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀγιουλίζω ἢ ἀϊουλίζω

ἈγιουλίζωἈϊουλίζω § στίλβω, λάμπω. Π. ἀγιουλιάζουν τὰ ῥοῦχά σου = λάμπουσι.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. αἰολίζω. Τί δὲ εἰπεῖν περὶ τῆς διαλύσεως τῆς διφθόγγου Ἄϊ; Ταύτην ἀπαντῶμεν καὶ εἰς ἄλλας λέξεις, οἷον χαϊδεύω, γάϊδαρος κτλ. (ἰδ. Ϊ ἡδύφ.), εἰς ἃς φαίνεται ὅτι τὀ Ι παρενεβλήθη λόγὼ ἡδυφωνίας, καθότι ἔχομεν ἐν χρήσει καὶ τὰ χαδεύω, γάδαρος κτλ. Μήπως λοιπὸν καὶ τὸ ἀρχ. αἰολίζω εἶχε τύπον Ἀολίζω (ὡς κλάω, κάω ἀντὶ κλαίω, καίω), ὅπου παρεντεθὲν τὀ ἡδύφωνον Ι ἐσχημάτισε τὸ Αἰολίζω καὶ Αἰολικῶς, Ἀϊολίζω κατὰ τὰ Αἰολικὰ κλαΐειν, μαΐειν, κλαΐς, ἀντὶ τῶν κοινῶν κλαίειν, μαίειν, κλαῖς; (ἰδ. Σχεφερ. ἐν Γρηγ. Κορινθ. Σ. 584). Ἀλλὰ τὸ περὶ διαλύσεως τῶν διφθόγγων ζήτημα ἀπαιτεῖ ἰδιαιτέραν ἔρευνα. Ὁ Βυζ. παραλείπει τἠν λ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Ετυμολογική σημείωση:
η αναγωγή στα αἰολίζω (= διαστρέφω με σοφιστείες | μιλώ αιολικά | μιμούμαι τους Αιολείς)
/«ἀολίζω» (ορθή γραφή: ἀολλίζω = συναθροίζω) είναι αδύνατη για σημασιολογικούς, φωνολογικούς και ιστορικούς λόγους.
Επίσης, το παράδειγμα αγιουλιάζουν υποδηλώνει τύπο αγιουλιάζω και όχι αγιουλίζω. Αν υποτεθεί ότι η αρχική σημασία είναι «μοσχομυρίζω» και κατόπιν, συνεκδοχικά, «λάμπω (από καθαριότητα)», είναι προφανές ότι και αυτή η λέξη ανάγεται στο αγιούλι (βλ.λ.), λόγω του αρώματός του

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.