βαρύσκοπος -η -ο
αυτός που δύσκολα και αργά αντιλαμβάνεται, ο βραδύνους:
“Είναι βαρύσκοπος ο άνθρωπος!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαρύσκοπος /ὁ/ (βαρὺς-σκοπέω -ῶ) = ἀμβλὺς τὴν ἀντίληψιν, βραδύνους.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης