Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαρύσκοπος -η -ο

αυτός που δύσκολα και αργά αντιλαμβάνεται, ο βραδύνους:
“Είναι βαρύσκοπος ο άνθρωπος!”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βαρύσκοπος /ὁ/ (βαρὺς-σκοπέω -ῶ) = ἀμβλὺς τὴν ἀντίληψιν, βραδύνους.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.