αγκερίδα
Λεπτός κορμός νεαρού κυπαρισσιού που το αποφλοίωναν και το χρησιμοποιούσαν για το ράντισμα της ελιάς.
Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά
Ετυμολογική σημείωση:
είτε: α) από υποκοριστικό τύπο *αγκυρίς > άγκυρα με στένωση του [i] > [e] λόγω του επόμενου [r] (πβ. πληρώνω > πλερώνω, άχυρο > άχερο) ή – λιγότερο πιθανό – με ανομοίωση λόγω του επόμενου [i], είτε:
β) από τον τύπο αγκερίδι (βλ.λ., που πάλι ανάγεται στα *αγκυρίς > άγκυρα) με μεγεθυντική θηλυκοποίηση (πβ. κεφάλα > κεφάλι)
(Π.Γ. Κριμπάς)