Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκερίδα

Λεπτός κορμός νεαρού κυπαρισσιού που το αποφλοίωναν και το χρησιμοποιούσαν για το ράντισμα της ελιάς.

Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά


Ετυμολογική σημείωση:
είτε: α) από υποκοριστικό τύπο *αγκυρίς > άγκυρα με στένωση του [i] > [e] λόγω του επόμενου [r] (πβ. πληρώνω > πλερώνω, άχυρο > άχερο) ή – λιγότερο πιθανό – με ανομοίωση λόγω του επόμενου [i], είτε:
β) από τον τύπο αγκερίδι (βλ.λ., που πάλι ανάγεται στα *αγκυρίς > άγκυρα) με μεγεθυντική θηλυκοποίηση (πβ. κεφάλα > κεφάλι)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.