νετάρω
τελειώνω, εξοφλώ, “ενετάρισα τις δουλειές μου” ή “πάει αυτός, ενετάρισε …”, δηλ. δεν έχε ελπίδες, εφτώχυνε, χρεοκόπησε.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
τελειώνω, εξοφλώ, “ενετάρισα τις δουλειές μου” ή “πάει αυτός, ενετάρισε …”, δηλ. δεν έχε ελπίδες, εφτώχυνε, χρεοκόπησε.