Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀβιζάρω

Ἀβιζάρω:  (Ἰ. avvisare) = προειδοποιῶ, ἐντέλλομαι, παραγγέλλω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βλ. καί  αβεζάρω Ετυμολογική σημείωση: από το ιταλ. avvisare ή το βενετ. avisàr (Π.Γ. Κριμπάς)

αβοηθάω

βοηθώ με περιορισμένη σημασία, λέγεται κυρίως όταν βοηθάμε κάποιον να φορτωθεί ένα βάρος ή να φορτώσει το ζώο του. “Αβόηθησέ με να βάλω την βαρέλα στο κεφάλι μου…”, “Αβόηθησέ με να φορτωθώ το δεμάτι με τα ξύλα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβοηθάω:  (ἀ-βοηθῶ) = βοηθῶ τινὰ . . . Περισσότερα

αβοκάτος (ο) ή ἀβο(υ)κάτος

δικηγόρος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβο(υ)κάτος:  /ὁ/ (Λ. advocatus, Ἰ. avvocato): δικηγόρος, συνήγορος, ἀντίκλητος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: το λευκ. αβο(υ)κάτος προέρχεται απευθείας από το ιταλ. ρήμα avvocato, το οποίο, με τη σειρά του, προέρχεται από το λατ. advocatus (Π.Γ. Κριμπάς)

αβυζέρνω

παραγγέλνω κάτι, δίνω εντολή βλ. και αβιζάρω και αβεζάρω Γλωσσάρια – Θ. Γεωργάκης Ετυμολογική σημείωση: από το ιταλ. avvisare ‘ειδοποιώ’, γι’ αυτό και η ορθή γραφή είναι αβιζάρω (ο τύπος αβεζάρω με χαμήλωμα /i/ > /e/, πβ. πληρώνω > πλερώνω), ενώ η γραφή με υ στο συγκεκριμένο λεξικό οφείλεται προφανώς . . . Περισσότερα

αγ΄πάνου (επίρρ.)

από πάνω. “ο μπάρμπας μου έχει χωράφι αγπάνου απ΄το δικό μας” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)πάνου:  (ἀπό, έπὶ- ἄνω) = ἀπὸ πάνω, ἐπάνω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: το [γ] πιθανότατα οφείλεται σε μια ακολουθία φωνολογικών φαινομένων και, συγκεκριμένα: αποβολή του πρώτου [p] λόγω . . . Περισσότερα

αγάλια (επίρρ.)

σιγά – σιγά, αργά, ήσυχα “αγάλια αγάλια θα τον ανεβούμε τον ανήφορο”, “πήγαινε αγάλια – αγάλια και θα σε φτάσω”, ” αγάλια – αγάλια, μη βιάζεστε”. Έχουμε απ’ αυτό και τις γνωστές παροιμίες “αγάλια – αγάλια γίνεται και η αγουρίδα μέλι”, ” αγάλια – αγάλια κότα μου και εγώ σε . . . Περισσότερα

αγαλιάζω

ησυχάζω, είμαι ήρεμος, καθησυχάζω. “Αγαλιάστε παιδιά μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγαλιά(ζ)ω:  (ἀγαλλιάω -ῶ) = ἡσυχάζω, ἠρεμῶ, σιωπῶ (προστ. «ἀγάλια – ᾶτε). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: παρά τη φαινομενική του ομοιότητα με το αγαλλιάζω (< αρχ.ελλ. ἀγαλλιάω -ῶ), το λευκ. αγαλιάζω προέρχεται από . . . Περισσότερα

αγάνι (το)

τα γένια των δημητριακών. “Το σιτάρι αρχίζει να αγανιάζει”. Το αγάνι λέγεται και αθέρα (η). “Πήραμε ένα μάτσο στάχυα, (ψάνη), κάψαμε τα αγάνια του, τρίψαμε τα στάχυα, κατόπιν, και βγάλαμε τον μεστωμένο καρπό του σιταριού και τον φάγαμε”. (βλ. ψάνη) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγάνι:  /τό/ (ἄκανος, . . . Περισσότερα

αγανιά

απρεπής πράξη, υπερβολική κατακριτέα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγανιἁ:  /ἡ/ (ἄγαν, ἄγνυμι) = πρᾶξις ἐπίμεμπτος, ὑπερβολή, ἀπρέπεια. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: ίσως πρόκειται για ιδιωματικό τύπο του αβανιά (= συκοφαντία, κακοτυχία), το οποίο συνήθως (έτσι π.χ. το ΛΚΝ) ετυμολογείται, μέσω του μσν. αβάνης . . . Περισσότερα

αγανιάζω

βγάνω αγάνια, αθέρα (βλ. αγάνι). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: από το αγάνι (βλ.λ.) + -ιάζ-ω (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ρημάτων) (Π.Γ. Κριμπάς)

αγανός (ο)

αραιός, απαλός. Λέγεται επί αραιών υφασμάτων ή και πλεκτών ακόμη, πρόχειρης κατασκευής. Λέμε: και σήτα αγανή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγανὸς -ὴ -ὸ:  (ἄκανος, ἄγνυμι) = τραχύς, ἀραιὸς εἰς τὴν ὕφανσιν, ὕφασμα ἤ πλεκτὸν ἀμφιβόλου τέχνης καὶ στερεότητος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Πλέει αγανά = . . . Περισσότερα

αγάντα (επιρρ.)

Ναυτικός όρος, προστακτική του ρήματος αγαντάρω που πήρε την σημασία επιρρήματος = δύναμη, αντίσταση. Φράσεις: “κάνε αγάντα” = πιάσου και κρατήσου καλά ή απλή παρακέλευση: “αγάντααα…” = βάστα καλά. Στα λιμάνια αγάντες λένε τους στύλους ή πασσάλους που δένουν τα πλεούμενα: “έχει πολλές αγάντες εδώ ο μώλος”. Έχει την σημασία . . . Περισσότερα

αγαντάρω

ναυτικός όρος = καταβάλλω κάθε προσπάθεια να πλησιάσω κάπου ή και να αποφύγω κάτι: “αγάντα τον κάβο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγαντάρω: (Ἰ. agguantare) = ἐντείνω τὰς δυνάμεις νὰ πλησιάσω ἤ ἀπομακρυνθῶ ἀπό τινος πράγματος (ναυτικὸς ὅρος). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγαπώ

με την έννοια του θέλω, επιδιώκω: “τι αγαπάς;” = τι ζητάς; ή “όπως αγαπάς” = όπως θέλεις, όπως επιθυμείς.

αγάρα (η)

ασυνειδησία, πονηρή τακτική, ανειλικρίνεια, απάτη, φιλονικία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγάρα:  /ἡ/ (Ἰ. acciare) = ὑπεκφυγή, ἀνειλικρίνεια, ἐξαπάτησις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Η αναγωγή στο ιτ. acciare είναι φωνολογικά και σημασιολογικά αδύνατη. Ωστόσο, ιδίως οι σημασίες «φιλονικία» (άρα «συμπλοκή, πιάσιμο στα χέρια») και . . . Περισσότερα

άγαρμπος (ο)

άκομψος, άχαρος, άσχημος. Αυτός που δεν έχει γάρμπος (κομψότητα). Λέμε: “άγαρμπο σπίτι”, “άγαρμπα ρούχα” αλλά και “του τα πες άγαρμπα”, “του φέρθηκες άγαρμπα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄγαρμπος -η -ο: (ἀ –  Ἰ. garbo) = ἄκομψος, ἀκαλαίσθητος, ἄσχημος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το . . . Περισσότερα

αγάς (ο)

Έτσι “στόλιζαν” οι νοικοκυρές τους άντρες τους. Αφέντης, νοικοκύρης. Μτφρ. ο αυταρχικός, δεσποτικός. “Που είναι αυτός ο αγάς;” Καρσάνικα, ΗΧΩ της Λευκάδας – Δημ. Κατωπόδης Ετυμολογική σημείωση: από το τουρκ. ağa (ίσως αραβ. αρχής) (Π.Γ. Κριμπάς)

αγγειό (το)

σκεύος ποικίλης μορφής και χρήσης. Έχει και μεταφορική έννοια, υποτιμητικά, “είσαι καλό αγγειό και λόγου σου”, “αυτός είναι κακό αγγειό” = ύπουλος, καταχθόνιος. Για τα άτακτα παιδιά λέμε: “δεν κάνει τ’ αγγειό σου καλό νερό” κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Αγγείον, οικιακό σκεύος, ουροδοχείο ή αλλιώς . . . Περισσότερα

αγγέλικα

βοτάνι αιγιοπόδιον το ποδαγρικόν, κοινώς σέσελι ή αγγελική. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη Ετυμολογική σημείωση: από το ιτ. angelica, που προέρχεται από το λατ. angelica, το οποίο είναι αντιδάνειο από το ελλ. αγγελική (Π.Γ. Κριμπάς)

αγγελοκρούζω

προξενώ σε κάποιον πόνους  το παθητικό αγγελοκρούζομαι = φοβάμαι πολύ. “Μόλις τους είδα αγγελοκρούστικα”, εξού και η κατάρα, “μωρέ αγγελοκρουζμένο που ‘να μ΄ εύρει ο χρόνος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγγελοκρούζω:  (ἄγγελος – κρούω) = προκαλῶ δριμὺν καὶ αἰφνίδιον πόνον, αἰφνιδιάζω, τρομοκρατῶ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

ἀγγελοκρουσμὸς

Ἁγγελοκρουσμὸς θάνατος. Ἡ λέξις φαίνεται ληφθεῖσα ἐκ τῆς Ἁγ. Γραφῆς (Βασιλ. Β´. Πρᾶξ. ιβ’, 23), ἢ ἐκ τῆς ἀρχαιοτάτης δοξασίας, ὅτι ὁ ἄγγελος Ἑρμῆς ἐγγίζων διὰ τῆς ῥάβδου του ἀφαιρεῖται τὰς ψυχάς· εἴτε ἐκ τῆς παρ᾿ ἡμῖν κοινῆς παραδόσεως, ὅτι ὁ ἄγγελος ἐκτελεῖ τὰ τοῦ Ἑρμοῦ ὡς μαρτυρεῖ καὶ τὸ . . . Περισσότερα

αγγόνα (η)

εγγονή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: από τον αρσενικό τύπο άγγονας (βλ.λ.) + –α (θηλυκοποιητικό δεσμευμένο μόρφημα) (Π.Γ. Κριμπάς)

άγγονας (ο)

εγγονός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: το ά– του τύπου άγγονας, ο οποίος προέρχεται από το αρχ.ελλ. έγγονος με μετάπλαση θέματος λόγω προπαροξυτονίας (πβ. μάγειρος > μάγειρας, πάγουρος > κάβουρας κ.ά.), οφείλεται σε συνεκφορά του τύπου εγγόνι με το αόριστο άρθρο ενικού και το οριστικό άρθρο . . . Περισσότερα

αγδίζω

αισθάνομαι αηδή γεύση, τρώγοντας ή πίνοντας κάτι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγδίζω:  (ἀηδίζω) = αἰσθάνομαι γεῦσιν μεταλλικήν, ὑπόξεινον ἤ ἀηδῆ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: το [γ] οφείλεται σε τριβοποίηση του /i/ ως β’ μορίου της διφθόγγου [ai], χαρακτηριστικό που απαντά με πολύ περισσότερη . . . Περισσότερα

αγένωτος -η, -ο

άγουρος. “τα σύκα είναι ακόμα αγένωτα” – “το ψωμί είναι αγένωτο”, – “η σαρδέλα (της λάτας) είναι αγένωτη” κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγένωτος -η -ο:  (ἀ-γίγνομαι) = ἄωρος, ἀκατάλληλος ἀκόμη πρὸς χρῆσιν δι’ ἔλλειψιν ἐπαρκοῦς ἐπεξεργασίας (ζυμώσεως, ἁλατισμοῦ). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγένωτος § . . . Περισσότερα

αγερικό (το) ή αερικό

τα κάθε λογής δαιμονικά και ξωτικά. Λέμε: “τον χτύπησαν τα αγερικά και έπεσε του θανατά…” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγερ(ι)κὸ:  /τὸ/ (ἀὴρ) = κακοποιὸν πνεῦμα προσβάλλον αἰφνιδίως τὴν ὑγείαν (δεισιδαίμων πρόληψις αἰτιολογοῦσα βαρείας τινὰς παθήσεις ὡς τὴν ἀφασίαν, ἴλιγγον, παραλήρημα κ.τ.τ.). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα